Περί ευθύνης υπουργών και τι ισχύει για τον Καραμανλή και τα Τέμπη
ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2019 ολοκληρώθηκε η τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος στα χρόνια της μεταπολίτευσης, με την οποία καταργήθηκε η σύντομη αποσβεστική προθεσμία (παραγραφή) που προβλεπόταν ως τότε για τα αδικήματα υπουργών στο άρθρο 86. Περιορίστηκαν δηλαδή οι προνομιακές ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών, κάτι που αποτελούσε αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για χρόνια, αλλά οι πολιτικοί τις υπερασπίζονταν και αντιστέκονταν στην αλλαγή τους.
Αυτή ήταν η ελάχιστη ανταπόκριση της Βουλής και του πολιτικού συστήματος απέναντι σε ένα ισχυρό κοινωνικό αίτημα, προκειμένου να μην απαξιωθούν, έχοντας ακόμα νωπή την ανάμνηση της λαϊκής οργής που προκάλεσε η οικονομική κρίση του 2009 και η διαχείρισή της. Έτσι η παράγραφος 3 του άρθρου 86 αναθεωρήθηκε με 274 ψήφους υπέρ, 23 «παρών» και καμία αρνητική ψήφο.
Η παραγραφή εξακολουθεί να ισχύει για τυχόν ποινικά αδικήματα υπουργών που συντελέστηκαν μέχρι και το 2019. Δηλαδή, τυχόν αδικήματα του Χρήστου Σπίρτζη, ο οποίος ήταν υπουργός Μεταφορών από το 2015 ως το 2019 και κατά τη θητεία του, βάσει της αρχικής σύμβασης, έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το έργο της τηλεδιοίκησης, αυτά έχουν παραγραφεί. Τυχόν αδικήματα του Κώστα Καραμανλή όμως δεν παραγράφονται αφού η σύντομη παραγραφή καταργήθηκε και δεν προστατεύει πλέον τους υπουργούς μετά το 2020.
Ακαταδίωκτοι οι πρώην υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ
Τα μέλη της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι τα πρώτα που δεν έχουν αυτό το προνόμιο, της σύντομης παραγραφής, που προκαλούσε την κοινωνία. Όλοι οι προηγούμενοι όμως, π.χ οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούν να διωχθούν, αφού τυχόν αδικήματα τους έχουν παραγραφεί. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ό,τι κι αν βρήκε για τον Χρήστο Σπίρτζη, δεν μπορεί να προκαλέσει δίωξη εναντίον του, κάτι που δεν ισχύει όμως για τον Κώστα Καραμανλή, όπως και για κανέναν υπουργό της σημερινής κυβέρνησης
Πώς προστατεύεται ως τώρα ο Κώστας Καραμανλής
Το άρθρο 86, στην παράγραφο 1, όριζε και ορίζει ότι «μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» και αυτό παρέμεινε ως είχε και μετά την αναθεώρηση. Οπότε δίωξη του Κώστα Καραμανλή μπορεί να υπάρξει μόνο αν το θελήσει η πλειοψηφία της Βουλής.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, που ερευνά (μόνο) τη σύμβαση για την τηλεδιοίκηση, εντόπισε ενδείξεις εναντίον του, όπως και εναντίον του Χρήστου Σπίρτζη, ενημέρωσε την ελληνική δικαιοσύνη για τα στοιχεία που βρήκε, όπως ορίζει ο νόμος, τα έστειλε στη Βουλή, αλλά η πλειοψηφία έκρινε ότι δεν πρέπει να ασκηθεί δίωξη, χωρίς να πολυσυζητήσει το θέμα.
Αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, καθώς πρόκειται για τον κανόνα. Όποιος έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία συνήθως αποτρέπει την ποινική δίωξη των υπουργών του κόμματός του, ενώ λέει άλλα όταν είναι στην αντιπολίτευση.
Η Βουλή προστάτευσε ως τώρα τον Κώστα Καραμανλή, αλλά αν στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης από τον ειδικό εφέτη ανακριτή Λάρισας, ο οποίος ερευνά στο σύνολό του το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, προκύψουν στοιχεία εναντίον του, αυτά θα διαβιβαστούν όπως ορίζει ο νόμος, χωρίς καθυστέρηση (αμελλητί) στη Βουλή, η οποία θα κληθεί να αποφασίσει πάλι και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να επαναλάβει την άρνησή της. Το θέμα της ενδεχόμενης δίωξης του Κώστα Καραμανλή παραμένει ανοιχτό δηλαδή.
Οι ισχυρισμοί του Βορίδη και οι διαφωνίες του 2019
Ο Μάκης Βορίδης αυτές τις μέρες επισήμανε στα τηλεοπτικά πάνελ που τον φιλοξενούσαν ότι χάρη στη Νέα Δημοκρατία καταργήθηκε η σύντομη παραγραφή για τους υπουργούς και πλέον ισχύει για αυτούς ό,τι και για τους άλλους πολίτες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συναίνεσε στην κατάργηση του συγκεκριμένου προνομίου, κάτι που δεν ισχύει. Η αναθεώρηση του Συντάγματος ξεκίνησε το 2018 με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε το 2019 με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που πρότεινε και υποστήριξε την κατάργηση της παραγραφής – την οποία όμως ψήφισαν οι 274 βουλευτές από τους 300.
Η αλήθεια είναι ότι μεταξύ των εισηγητών της κυβερνητικής πλειοψηφίας της ΝΔ και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή του Κώστα Τζαβάρα και του Γιώργου Κατρούγκαλου, υπήρξε αντιπαράθεση στη Βουλή, καθώς ο δεύτερος ζητούσε την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 86, περί αμιγούς ποινικής ευθύνης.
Ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας την είχε απορρίψει, αναφέροντας ότι «στους υπουργούς δεν υπάρχει αμιγής ποινική ευθύνη που να στεγανοποιείται από την πολιτική δράση…» και ζήτησε την κατάργηση της παραγραφής χωρίς αστερίσκους. Ο κ. Τζαβάρας είχε πει τότε: «Δεν πρέπει να αφήσουμε την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα, η οποία θα περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της παθητικής δωροδοκίας, μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που έχουν διαπραχθεί επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Δεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να κάνει πρόβλεψη ποινικού αδικήματος κατά την έννοια που θέλει η ερμηνευτική δήλωση. Είναι παράλογο, παράταιρο, περίεργη η πρεμούρα να θέλουμε να οριοθετήσουμε τα ποινικά αδικήματα που προβλέπει ο ποινικός νομοθέτης».
Το κόμμα που ζήτησε κατά την συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος να καταργηθεί πλήρως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν το ΚΚΕ. Ο εισηγητής του κόμματος, Γιάννης Γκιόκας, είχε υποστηρίξει πως «παρά το γεγονός ότι είναι υπερώριμο το αίτημα εδώ και καιρό, να υπάρξει ριζική αλλαγή του άρθρου 86 ή κατάργηση του, ο γνωστός νόμος περί ευθύνης υπουργών, με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά δεν καταργείται». Το ΚΚΕ είχε ζητήσει να αρθούν όλα τα εμπόδια που έθετε το άρθρο 86, δηλαδή και την αποσβεστική προθεσμία και τον δικαιοδοτικό ρόλο της Βουλής, δηλώνοντας ότι αυτοί «επαναλαμβάνουν την ανάγκη να καταργηθεί πλήρως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και δεν μπαίνουν στη λογική των ερμηνευτικών φίλτρων για να αποφύγουν αυτό που αποτελεί αίτημα εδώ και χρόνια».
Το ακαταδίωκτο των υπουργών πριν από την αναθεώρηση του 2019
Εισηγητής της πλειοψηφίας της Βουλής στην αναθεώρηση του 2001 που ασχολήθηκε με το άρθρο 86 ήταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος και εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Προκόπης Παυλόπουλος. H αναθεώρηση του 2001 υποτίθεται ότι θα περιόριζε την ατιμωρησία των υπουργών, σύμφωνα με όσα δήλωνε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, αλλά στην πράξη εξασφάλισε το ακαταδίωκτο των υπουργών χωρίς να καταργήσει την προνομιακή μεταχείρισή τους. Βασικός όρος της εξασφάλισης του ακαταδίωκτου ήταν η πολύ σύντομη παραγραφή που επιφύλασσε για ποινικά αδικήματα υπουργών.
Με εισήγηση του Β. Βενιζέλου, το άρθρο 3 όριζε ότι τα αδικήματα που τυχόν τέλεσε κάποιος υπουργός παραγράφονται «με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης». Δηλαδή τα αδικήματα των υπουργών παραγράφονταν έναν χρόνο μετά τις επόμενες εκλογές. Αυτή την κατά γενική ομολογία άδικη και προκλητική ρύθμιση κατάργησε η τελευταία αναθεώρηση του 2019.
Οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος και Αντώνης Μανιτάκης είχαν προτείνει στο παρελθόν να παραπέμπονται οι υπουργοί κατά των οποίων διατυπώνονται σοβαρές κατηγορίες, χωρίς έρευνα στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίζει αν θα παραπέμπονται.
Διατάξεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών και την ειδική μεταχείρισή τους υπάρχουν από το 1844 για να προστατεύονται από καταχρηστικές μηνύσεις πολιτικών αντιπάλων ή συμφερόντων που μπορεί να θίγονται. Με τα χρόνια όμως πήραν χαρακτήρα ακαταδίωκτου που εξασφάλιζε την ατιμωρησία των πολιτικών, ό,τι κι αν προκαλούσαν.
Χωρίς ενημέρωση και διαφάνεια
Σήμερα, αν κάποιοι βουλευτές θεωρούν ότι ο εφέτης ανακριτής που ερευνά την υπόθεση δεν θα βρει στοιχεία για την ποινική ευθύνη του Κώστα Καραμανλή τα οποία εκείνοι διαθέτουν, μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης ειδικής προανακριτικής επιτροπής και να τα αναδείξουν. Βέβαια για να προχωρήσει αυτή, σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να συμφωνήσει η πλειοψηφία, όμως ακόμα δεν γνωρίζουμε τι θα πράξει αυτή, αν η ελληνική δικαιοσύνη βρει στοιχεία για τον Κώστα Καραμανλή και τα στείλει στη Βουλή.
«Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να γίνει πρόταση διακομματική ή και από τη Νέα Δημοκρατία» αναφέρει ο συνταγματολόγος Κώστας Χρυσόγονος. «Το Σύνταγμα το αφήνει στη Βουλή χωρίς να την υποχρεώνει να κάνει κάτι. Αν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι αποφασισμένη να καλύψει τον υπουργό, τον καλύπτει και τελείωσε».
Αξιοσημείωτη είναι και η έλλειψη διαφάνειας που υπάρχει, καθώς πολλές φορές στο παρελθόν για υπουργούς όλων των κυβερνήσεων έχουν διαβιβαστεί φάκελοι στη Βουλή με τις σχετικές δικογραφίες, για τις οποίες όμως δεν μαθαίνουμε τίποτα συνήθως και τα στοιχεία δεν είναι προσβάσιμα στον πολίτη.
*Με την αναθεώρηση επίσης του άρθρου 73 το 2019, για το οποίο συμφώνησαν τότε οι βουλευτές της συμπολίτευσης (ΝΔ) και της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) και πέρασε με 254 υπέρ, ψηφίστηκε η δυνατότητα της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, αν υπάρξουν υπογραφές 500.000 πολιτών.