Ο υπέροχος Φραντς Ρογκόφσκι ζει μια ανορθόδοξη ιστορία αγάπης κόντρα στον σκοταδισμό υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σεμπάστιαν Μάιζε και μια arthouse ταινία βάζει τη Μάλτα στον κινηματογραφικό χάρτη

Περίληψη: Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Χανς σώθηκε από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο και μόνο για να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Το έγκλημά του; Είναι ομοφυλόφιλος. Εξαιτίας της Παραγράφου 175, η οποία ορίζει την ομοφυλοφιλία όχι απλά ως διαστροφή, αλλά ως ποινικό αδίκημα, η επιθυμία του για ελευθερία καταστρέφεται συστηματικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη σταθερή σχέση στη ζωή του είναι εκείνη με τον επί σειρά ετών συγκρατούμενό του, τον Βίκτορ, έναν καταδικασμένο δολοφόνο.

Μια ανορθόδοξη ιστορία αγάπης, που κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Αυστρίας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας

Στη Δυτική Γερμανία μετά από τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χανς, ένας άνδρας που έχει περάσει από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, συλλαμβάνεται σε ένα ανδρικό αποχωρητήριο και καταδικάζεται σε φυλάκιση, σύμφωνα με την περίφημη Παράγραφο 175 του γερμανικού Συντάγματος, που από τον 19ο αιώνα έως το 1994 θεωρούσε αξιόποινη πράξη την ομοφυλοφιλία. Έκτοτε μπαινοβγαίνει στις φυλακές, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με τους συγκρατούμενούς του, μέχρι που γνωρίζει τον Βίκτορ, έναν εξαρτημένο χρήστη και ισοβίτη δολοφόνο, στο πρόσωπο του οποίου θα βρει την αγάπη.

Ακολουθώντας μια μη γραμμική αφήγηση ο Σεμπάστιαν Μάιζε («Still Life») καταγράφει τις διαδρομές του Χανς σε κελιά, μπαρ και δημόσιες τουαλέτες, που αναζητάει επαναστατικά τον έρωτα, παλεύοντας τα στερεότυπα ως καταραμένος ποιητής κάποιου άλλου αιώνα. Παράλληλα, η εμπειρία του ήρωα στα ναζιστικά στρατόπεδα, που δεν διαφέρει και πολύ από τα σωφρονιστικά ιδρύματα μιας ευνομούμενης δημοκρατίας, δημιουργεί σαφείς συσχετισμούς γύρω από το ζήτημα της διαφορετικότητας και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα.

Αυτή η περιπλάνηση στον χρόνο σκοπίμως δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, με αποτέλεσμα συχνά να μην αποσαφηνίζεται σε ποια περίοδο της ζωής του Χανς βρισκόμαστε ούτε για ποιον λόγο ακριβώς έχει καταδικαστεί σε κάθε περίπτωση. Αυτή η προμελετημένη ασάφεια εξυπηρετεί τη βασική πρόθεση του Μάιζε που δεν είναι άλλη από το να αποδείξει πως ο σκοταδισμός δεν είναι γέννημα μόνο μιας εποχής, αλλά τελικά γίνεται μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, όσο κι αν θεωρητικά προοδεύουμε- έξοχη η σκηνή που οι κρατούμενοι παρακολουθούν την προσελήνωση.

Δουλεύοντας με κλειστά κάδρα, ο Αυστριακός σκηνοθέτης αιχμαλωτίζει τους ήρωές του, όπως η κοινωνία τούς φυλάκισε πίσω από τα κάγκελα, και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό και εντελώς ανδροκρατούμενο περιβάλλον, καταφέρνει να δημιουργήσει πηγές φωτός, που προκύπτουν από τα βλέμματα και τον αισθησιασμό των σωμάτων τους, είτε όταν κάνουν έρωτα στα βρώμικα στρώματά τους, είτε όταν αναζητούν την τρυφερότητα στα καταγώγια, που είναι καταδικασμένοι να ζουν, οδηγώντας τον Χανς σε μια ανορθόδοξη επιλογή, που τον λυτρώνει. Η καφκική επαναληπτικότητα όμως που επιλέγει, αν και ενδιαφέρουσα δραματουργικά, δεν θα άντεχε μέχρι τέλους, αν δεν την υποστήριζε με κάθε του ανάσα ο εξαιρετικός Φραντς Ρογκόφσκι, που δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της νέας γενιάς.<