Κενά στην ισχύουσα φορολογική νομοθεσία που αφορούν τη φορολογική αντιμετώπιση των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets) έχουν εντοπίσει εδώ και πάνω από έναν χρόνο το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η ΑΑΔΕ.

Τα κενά αυτά επιτρέπουν να περνούν αφορολόγητα τεράστια ποσά που διακινούνται και επενδύονται αυτή τη στιγμή από Έλληνες φορολογούμενους στα κρυπτονομίσματα και στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets).

Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν επιτρέπουν και σε νόμιμα ενεργούντες πολίτες να επικαλούνται κέρδη από πωλήσεις κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχει ξεκινήσει εδώ και πολλούς μήνες μια προσπάθεια να καταγράψει τα προβλήματα που υπάρχουν στον έλεγχο και στη φορολόγηση των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα και digital assets, προκειμένου να προχωρήσει στη διατύπωση προτάσεων προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων.

Βάσει της καταγραφής που ήδη έχει γίνει, στη φορολογική νομοθεσία υπάρχουν τα ακόλουθα κενά:

Δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ότι τα χρηματικά ποσά που δαπανά κάθε φυσικό πρόσωπο για συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία είναι τεκμήριο προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται από την ισχύουσα νομοθεσία τεκμήρια, όπως γίνεται με τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για την αγορά χρεογράφων γενικά. Βάσει όμως της ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων «στην έννοια των χρεογράφων συμπεριλαμβάνονται οι ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα ομόλογα τραπεζών, τα προθεσμιακά συμβόλαια, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαί- ων, οι μετοχές και γενικά προϊόντα που μπορούν να διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια και στις αγορές». Δηλαδή, τόσο το άρθρο 32 του ΚΦΕ όσο και η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος δεν αναφέρουν ρητά τίποτα για τις δαπάνες αγοράς κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί για παράνομο πλουτισμό και ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος.
Δεν έχει σαφώς διατυπωθεί στον ΚΦΕ και στις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους ποια ακριβώς είναι η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος (του κέρδους) που αποκτάται από επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα και σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Εμμέσως πλην σαφώς, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως προερχόμενα από άυλες κινητές αξίες, από άυλους τίτλους, δηλαδή με συντελεστή φόρου 15%. Όμως, αυτό δεν προβλέπεται πουθενά με ρητή διατύπωση στον ΚΦΕ και είναι αναγκαίο να γίνει παρέμβαση με σχετική νομοθετική ρύθμιση.
Δεν υπάρχει νομοθεσία και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν οδηγίες από την ΑΑΔΕ για τον εντοπισμό και τον φορολογικό έλεγχο όσων δραστηριοποιούνται συστηματικά σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να εντοπιστούν και να προσδιοριστούν από τις ελληνικές φορολογικές αρχές τα οικονομικά ωφελήματα των φορολογουμένων από τις δραστηριότητες αυτές. Ουσιαστικά, οι ελληνικές φορολογικές αρχές δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να εντοπίσουν τέτοιες συναλλαγές, να ελέγξουν και να προσδιορίσουν το ύψος των κερδών που αποκομίζουν οι εμπλεκόμενοι. Όσοι δε από τους εμπλεκόμενους θέλουν να είναι σωστοί και ειλικρινείς και να δηλώσουν στις φορολογικές τους δηλώσεις τα ποσά που επένδυσαν στα ψηφιακά αυτά προϊόντα, καθώς και τα κέρδη που απεκόμισαν, προκειμένου όχι μόνο να φορολογηθούν γι’ αυτά αλλά και να τα αξιοποιήσουν μελλοντικά για να καλύψουν τεκμήρια αγοράς περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, όπως π.χ. ακίνητα, Ι.Χ. αυτοκίνητα κ.λπ., διαπιστώνουν τελικά ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα. Κι αυτό διότι έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι δεν έχουν καθοριστεί σαφώς, με νομοθετικές παρεμβάσεις από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο ακριβής τρόπος προσδιορισμού και φορολογικής αντιμετώπισης των εισοδημάτων από τα προϊόντα αυτά, καθώς και τα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι αποκτήθηκαν τα σχετικά ποσά, όπως γίνεται με όλες τις άλλες κατηγορίες εσόδων, εισοδημάτων και δαπανών.

Χαρακτηριστική περίπτωση

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ζεύγους φορολογουμένων οι οποίοι στην κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2021, που υπέβαλαν ηλεκτρονικά, δήλωσαν, μεταξύ άλλων, στους κωδικούς 735 και 736 «Δαπάνη για αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών ή κατασκευή δεξαμενής κολύμβησης» συνολικό ποσό 91.636,78 ευρώ, έκαστος, και στον κωδικό 865 εισόδημα από «Υπεραξία των άρθρων 42 και 42Α του ΚΦΕ, αλλοδαπής προέλευσης» ποσό 182.500 ευρώ, το οποίο ο φορολογούμενος φέρεται να απέκτησε από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων και εισήγαγε μέσω τραπεζικών εμβασμάτων στην Ελλάδα κατά το έτος 2021.

Ακολούθως, ο φορολογούμενος προσκόμισε στην αρμόδια ΔΟΥ τα δικαιολογητικά τής ως άνω δήλωσης προς έλεγχο, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκκαθάρισή της.

Η ΔΟΥ ωστόσο έκρινε ότι το εμφανιζόμενο ως εισόδημα από τη μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 42 και 42Α ΚΦΕ και για τον λόγο αυτό ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος χωρίς να ληφθεί υπόψη το ως άνω εισόδημα, συνολικού ποσού 182.500 ευρώ.

Δηλαδή, η ΔΟΥ δεν δέχθηκε ότι το ποσό αυτό μπορεί να καλύψει τη δαπάνη αγοράς ακινήτου που δηλώθηκε στους κωδικούς 735 και 736.

Η στάση αυτή της ΔΟΥ είχε ως αποτέλεσμα κατά την εκκαθάριση της ανωτέρω δήλωσης να προσδιοριστεί εισόδημα από προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων με αποτέλεσμα να προκύψει μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, συγκριτικά με την υπεραξία των άρθρων 42 και 42Α του ΚΦΕ, η οποία φορολογείται με συντελεστή 15% (άρθρο 43 του ν. 4172/2013).

Οι φορολογούμενοι προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, η οποία όμως δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους και απέρριψε την προσφυγή τους υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό της αρμόδια ΔΟΥ, που βασίστηκε ουσιαστικά στην ανυπαρξία ρητής αναφοράς στο γεγονός ότι στον ισχύοντα ΚΦΕ δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον τρόπο προσδιορισμού και δικαιολόγησης των εισοδημάτων από συναλλαγές με κρυπτονομίσματα, ούτε πώς τα εισοδήματα αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη τεκμηρίων.