Σε ακόμη μία έκκληση προς τις κυβερνήσεις προβαίνει το ΔΝΤ, καλώντας τις να αυξήσουν τους φόρους στα πλούσια νοικοκυριά και να προχωρήσουν σε εκτεταμένες δημόσιες δαπάνες. Ζητούμενο, όπως τονίζει, είναι να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε υψηλά και χαμηλά εισοδήματα, το οποίο έχει διευρυνθεί με την πανδημία, με αποτέλεσμα να εντείνεται το αίσθημα της αδικίας, να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις και να κυοφορείται κοινωνική αναταραχή.

Επισημαίνει ειδικότερα ότι οι σχετικές έρευνες κατέδειξαν ότι οι κυβερνήσεις θα έχουν τη στήριξη των πολιτών αν μεταφέρουν το βάρος της φορολόγησης από τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα στα πιο εύπορα μέλη της κοινωνίας. Καλεί επιπλέον τις κυβερνήσεις να δώσουν σε όλους μια δίκαιη ευκαιρία και να διατηρήσουν την κοινωνική σταθερότητα. Όπως τονίζει, παρά τις πιέσεις που υφίστανται τα δημόσια οικονομικά όλων των χωρών εξαιτίας των δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης αλλά και των πακέτων στήριξης των οικονομιών τους, τώρα οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο πρέπει να «προσφέρουν σε όλους τους πολίτες τους τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν το δυναμικό τους και να θωρακίσουν τα ευάλωτα νοικοκυριά ενισχύοντας τις αντοχές τους».

Το Ταμείο προειδοποιεί ειδικότερα πως η μετάβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες, που επιταχύνθηκε ραγδαία με την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα, αποβαίνει εις βάρος των ανειδίκευτων εργατών και θα αυξήσει τα ποσοστά των μακροχρόνια άνεργων. Όπως τονίζει, στο περιβάλλον αυτό που δημιούργησε η πανδημία, «μπορεί να καλλιεργηθεί οξυμένη πόλωση στο εσωτερικό των κοινωνιών, να διαβρωθεί η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις και να προκληθούν κοινωνικές ταραχές». Πρόκειται για παράγοντες που, όπως υπογραμμίζει το Ταμείο, «δυσχεραίνουν την εφαρμογή συνετών οικονομικών πολιτικών και εγκυμονούν κινδύνους για τη μακροοικονομική σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας».

Επισημαίνει, ειδικότερα, πως η εισοδηματική ανισότητα έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και ειδικότερα στις ανεπτυγμένες και τις μεγαλύτερες από τις αναδυόμενες οικονομίες. Όπως επισημαίνει το Ταμείο στη σχετική έκθεσή του για τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών-μελών του, σχεδόν 90 εκατ. άνθρωποι διολίσθησαν σε βαθύτατη ένδεια στη διάρκεια του περασμένου έτους.  Σε ό,τι αφορά το πλήγμα που υπέστησαν τα δημόσια οικονομικά πολλών χωρών, αναπόφευκτα καθιστά αναγκαία την άντληση εσόδων και την αύξηση των δαπανών, όπως αναφέρει η “Καθημερινή”.

Παράλληλα, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα αναφέρθηκε στην πρόβλεψη του Ταμείου για ανάκαμψη «πολλών ταχυτήτων» εξαιτίας των διαφορετικών οικονομικών δεδομένων χωρών ή γεωγραφικών χώρων. Το Ταμείο υπογραμμίζει, άλλωστε, πως «η πανδημία κατέδειξε πόσο σημαντική είναι η ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις βασικές υπηρεσίες υγείας, στην ποιοτική εκπαίδευση και στις ψηφιακές υποδομές», αλλά και πόσο αναγκαίο είναι ένα επαρκές και αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για όλους, όπως και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας για όλους. Τονίζει μάλιστα πως οι καλύτερες επιδόσεις σε αυτούς τους τομείς έχουν ενισχύσει την αντοχή των οικονομιών στην πανδημία και αποτελούν «το κλειδί για να ανακάμψουν οι οικονομίες κατά τρόπο επωφελή για όλους και έτσι ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις».

Στη διάρκεια του περασμένου έτους, τόσο η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα όσο και ο απερχόμενος επικεφαλής του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία έχουν επανειλημμένως απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις να αξιοποιήσουν όσους πόρους κατέχουν και όσα μέσα διαθέτουν, συμπεριλαμβανομένων όλων των πιστωτικών γραμμών που έχουν στη διάθεσή τους, για να χρηματοδοτήσουν τα προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων αλλά και των νοικοκυριών.

Όπως έχουν επανειλημμένως τονίσει, στην αντίθετη περίπτωση οι περισσότερες χώρες διατρέχουν τον κίνδυνο περαιτέρω διεύρυνσης των ανισοτήτων και μεγάλων κοινωνικών ταραχών. Η πανδημία έχει εξωθήσει ήδη περισσότερες από 100 χώρες να προσφύγουν στο ΔΝΤ, καθώς ο οικονομικός της αντίκτυπος υπήρξε ισοπεδωτικός, με την παγκόσμια οικονομία να καταγράφει τη μεγαλύτερη συρρίκνωση μετά τη δεκαετία του 1930 και τη Μεγάλη Ύφεση.

Στην ετήσια σύνοδο που έχουν την επόμενη εβδομάδα το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, αναμένεται να ανακοινώσουν πακέτο δανείων συνολικού ύψους 500 δισ. δολαρίων που θα δοθούν κυρίως στις φτωχές χώρες. Αναμένεται, άλλωστε, να προχωρήσει η αύξηση των λεγόμενων «ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων», των πρόσθετων κεφαλαίων που προβλέπονται από το Ταμείο για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών, και αυτή τη φορά προορίζονται για να βοηθήσουν τις φτωχότερες χώρες να αντιμετωπίσουν την ύφεση της πανδημίας. Καθοριστική έχει σταθεί η στάση της Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει, διά στόματος της νέας υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, ανακοινώσει ότι ανακαλεί τις αντιρρήσεις που προέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ.