Η Ελένη Μπούκουρα, γεννημένη το 1821, θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα με λυπηρό τέλος. Στην πραγματικότητα όμως είναι η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας η οποία διεκδίκησε το δικαίωμά της στη μόρφωση και την καλλιτεχνική δημιουργία, ανατρέποντας το κατεστημένο στην Ελλάδα και την Ιταλία.

Γεννημένη στις Σπέτσες, κόρη του καπετάνιου Γιάννη Μπούκουρα –ο οποίος μάλιστα έγινε ο πρώτος θεατρώνης της Αθήνας–, μεγάλωσε στα χρόνια του ξεσηκωμού. Είχε εκδηλώσει το πάθος της για τη ζωγραφική ήδη από πολύ μικρή ηλικία όταν ζωγράφιζε κρυφά τα βράδια και όταν τιμωρούνταν στο σχολείο επειδή εξασκούσε το ταλέντο της σε «μη επιτρεπτές ώρες».

Είχε ωστόσο την τύχη να έχει έναν ανοιχτόμυαλο πατέρα, ο οποίος όχι απλώς προσέλαβε τον πρώτο της κατ’ οίκον δάσκαλο ζωγραφικής (τον Ιταλό Ραφαέλο Τσέκολι), αλλά ήταν ο ίδιος που τη συνόδευσε το 1848, σε ηλικία 27 ετών, στην Ιταλία για να σπουδάσει ζωγραφική.

«Απελπισία», έργο τής Ελένης Μπούκουρη που υπέβαλε με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρης στη Σχολή της στην Ιταλία.(πηγή Wikipedia)

Τότε ήταν που άνοιξε το μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της Μπούκουρα: με απίστευτο θάρρος απαρνήθηκε τη γυναικεία της ταυτότητα, έγινε ο «Χρυσίνης Μπούκουρης» – έγινε ο «Κανένας» όπως την ονόμασε στο ομώνυμο μυθιστόρημά της η Ρέα Γαλανάκη.

Μετά τη Ρώμη συνέχισε τις σπουδές της στη Φλωρεντία όπου γνώρισε τον ζωγράφο Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του έκανε τρία παιδιά (τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο), ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε το 1857.

Ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ, ο Αλταμούρα σύντομα την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του παίρνοντας μαζί και τον γιο τους Αλέξανδρο.

Αυτοπροσωπογραφία της Ελένης Μπούκουρη Αλταμούρα. (πηγη Wikipedia)

Εκείνη επέστρεψε στην Αθήνα με τα δύο της παιδιά, αναγνωρισμένη πλέον ζωγράφος, γρήγορα εντάχτηκε στους κύκλους των επιφανών Αθηναίων, διορίστηκε στο Αρσάκειο σχολείο για να ανανεώσει το μάθημα της ζωγραφικής, ενώ από το 1863 άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής (ανάμεσα στις μαθήτριές της και η βασίλισσα Ολγα).

Η προσωπική της τραγωδία όμως (έχασε και τα δύο παιδιά της από φυματίωση) την οδήγησε στην απελπισία και τελικά στην αυτοαπομόνωση για χρόνια στις Σπέτσες. Φημολογείται ότι έκαψε τα περισσότερα έργα της στην αυλή του σπιτιού της.

Η Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, η γυναίκα που αντιτάχτηκε στην κοινωνική νόρμα μιας ολόκληρης εποχής, πέθανε το 1900 σχεδόν άγνωστη.

documentro.gr

Μια αγαπημένη φίλη εμπνεύστηκε από την ιστορία της ζωής της Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα και έγραψε ένα συγκινητικό ποίημα.

θα μπορούσε να έχει τίτλο Από την Ελένη για την Ελένη

Το υπογράφει η Ελένη Ράπτη

Αρμένιζε σε θάλασσες χρωμάτων,
ζωγράφιζε τα κύματα,
τις ομορφιές του τόπου,
τη φαμίλια, τον κύρη της και την Κυρά.
Καπεταναίοι και δύο τους στο νησί,
ξεκίνησαν την επανάσταση,
που αγέννητη τούτη η κόρη, ένοιωσε στο πετσί της.
Όσο θα ζούσε θαύμαζε το θάρρος τους.

Ζωγράφισαν πολλοί τη Λασκαρίνα,
μα μέσα απ’ τις εικόνες, η Ελένη,
τα πρόσωπα ανακάλυπτε που ήταν πάντα πιο πολλά.
Η τέχνη λες ελευθερία διαλαλούσε σε κάθε πινελιά.

Κ’ όλο απλωνόταν,
πιο μακριά από το νησί…
Και διαδεχόταν η μια, την άλλη Ελένη.
Η κόρη, τη γυναίκα, τη ζωγράφο.
Και αυτές διαδέχτηκε η ερωμένη,
η μητέρα, η σύζυγος, η χήρα.
Η μάγισσα και του νησιού η τρελή,
στη δύση, της μετά ζωής ζωής των γυναικών.

Μέχρι που τούτη εδώ η τέχνη,
η ζωγραφική,
έγινε ανάσα ζωτική.
Εγέμισε το είναι της θάρρος και δύναμη
την πήρε απ’ το χέρι
τον κόσμο να της δείξει,
τις τεχνικές της να εμπλουτίσει
να παίξει με τα χρώματα άλλων τόπων,
να δαμάσει φως και υφές,
να ζήσει το όνειρο
που σαν θεριό βολόδερνε στα σπλάχνα της.

Με την ευχή του κύρη της,
στη Νάπολη άφησε την Ελένη,
ταξίδεψε μ’ άδειο Είναι μια αυγή,
και άφησε χώρο στον Κανένα, να υπάρξει.
Και εκείνος μεγαλούργησε…
Στη Ρώμη μάθαν όλοι το ταλέντο της,
χέρι ισάξιο των αντρών
μα μ’ ευαισθησία γεμάτα τα έργα της.
Η Φλωρεντία έρωτα της έταξε, πόθο κρυφό.
Κανένας δεν μπορούσε να κρατήσει την Ελένη…
Ξαναγεννήθηκε το θηλυκό.
Απ’ τον αφανισμό που του είχε επιβάλει,
προέβαλαν νιάτα κ’ ομορφιά.

Κληρονομιά από της Τροίας την Ελένη.
Μια ομορφιά εξωτική, ανατολίτικη
πως λέγαν οι ζωγράφοι.
Όπως η νέα Ελλάδα,
προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της.

Γνώριζε πως στα παραμύθια
Ακούει ότι θέλει ο καθείς…
Και διηγείται και δικές του ιστορίες…
«Να μην ξεχνάς πως είσαι Ελληνίδα»,
άκουγε κάθε τόσο μέσα της,
λόγια του καπετάνιου.
Άλυτο αίνιγμα τούτες οι λέξεις,
φάρος π’ εμφανιζόταν
στο ακυβέρνητο καράβι της ζωής,
όταν κινδύνευε να τσακιστεί.

Ήρθαν στιγμές αλλόκοτες…
Έβλεπε απέναντι τον ίδιο τον εαυτό της,
ή την γελούσε ο νους;
Όποιος μπορεί να ζωγραφίσει βλέπει,
αυτό και άλλα πολλά
κόσμους κ’ οράματα αλλοτινά.
Για τους πολλούς αόρατα
ή μ’ άλλους τρόπους ερμηνευμένα.

Φουλάρι ολομέταξο
με μαεστρία δεμένο,
ροδαλό, με ελάχιστο γαλάζιο,
ανταύγεια των νερών όταν πλαγιάζει ο ήλιος.
Έτσι ντυνόταν και έτσι ζούσε μες στα χρώματα.

Έρωτας η ζωγραφική,
έρως και αυτός ο Άνεμος
που μπήκε στη ζωή της.
Απροσδόκητα τη φώτισε,
τη ζωγράφισε
και το ίδιο απλά τη χάραξε,
ήταν καταστροφή της.

Τρία δώρα άφησε ο σίφουνας.
Μόνο τα δυο μπόρεσε να κρατήσει…
Το τρίτο το μικρότερο το πολυαγαπημένο,
μαζί το πήρε η θύελλα.
Χωρίς πως και γιατί,
χωρίς ελπίδα για επιστροφή.

Το αρχικό της όνειρο είχε μεγαλουργήσει,
ζωγράφος με περγαμηνές
γύρισε πίσω,
στων αιώνιων συμβόλων τόπο.
Κ’ η ανάσα της η ζωτική,
δουλειά εγίνηκε τα τέκνα ν’ αναθρέψει.
Έτσι η χαρά την απαρνήθηκε…
Ο αέρας βάρυνε, κλεισούρα μύριζε,
αναθυμιάσεις από τον Κάτω Κόσμο…
Και βρήκε πέρασμα ο Χάρος,
κρυφές ματιές στο σπίτι της να ρίχνει.

Πρώτος στη λίστα ο πατέρας της,
πόνος βαρύς,
ο ένας λώρος κόπηκε,
του αρχικού κυττάρου.

Μετά από χρόνια η θυγατέρα της…
Τούτος ήταν αβάστακτος…

Και όταν για λίγο γέλασαν τα χείλη της
με την επιστροφή του αποσπερίτη,
που απροσδόκητα ήρθε στην αγκαλιά της,
τότε που ο πρωτότοκος άνθιζε το ταλέντο του
-στα έργα του έβλεπε την Ελένη και τον Άνεμο-
Τότε ο χάρος ξαναχτύπησε…
Πήρε τη μάνα της…
Κ’ έμεινε για πάντα ορφανό
το πρώτο κύτταρο του Είναι της.

Και ο πόνος εδυνάμωνε…
Επέστρεψε ξανά ο Χάρος,
για χτύπημα τελειωτικό,
να πάρει το παιδί της.

Αυτό δεν τ’ άντεξε…
Έκαψε έργα,
στο σπίτι κλείστηκε
κουβέντα έπιανε με τους ταξιδεμένους.
Έκανε μάγια λέγανε,
με τους νεκρούς μιλούσε,
παρακαλούσε τον πατέρα της,
καράβι να της στείλει,
να πάει κοντά τους.

Έτσι μια νύχτα με πανσέληνο,
το πλοίο έφτασε.
Η Ελένη και όλες οι Ελένες της μαζί,
κατέβηκαν καμαρωτές τις σκάλες,
όμορφες όσο ποτέ άλλοτε.
Μαζί τους και ο Κανένας.
Μπήκαν σε τούτη τη φρεγάτα
μ’ άδεια χέρια, μα με ψυχή γεμάτη χρώματα,
και ας τα κατέστρεψαν τα τελευταία χρόνια.

Και όταν ο καπετάνιος σήμα έδωσε,
σάλπαρε ο Θαλάσσιος Ίππος,
γέμισαν γη και ουρανό
μ’ όλα τα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου,
επιβεβαίωση για τους πολλούς,
πως ήταν μάγισσα.
Μια ακόμα επιβεβαίωση απ΄ τους ουρανούς
πως έφυγε ζωγράφος!

syn adv team