Σε διάστημα επτά ημερών αυτόν τον μήνα, ο διευθύνων σύμβουλος μιας διεθνούς εταιρείας εργάστηκε για περισσότερες από 57 ώρες, δηλαδή κατά μέσο όρο οκτώ ώρες την ημέρα. Κοιμήθηκε για σχεδόν τον ίδιο ακριβώς αριθμό ωρών. Η οικογένεια και οι φίλοι του πήραν από τον χρόνο του μόλις 17 ώρες και αφιέρωσε ακόμη λιγότερες, μόλις τρεις, για να χαλαρώσει και να διασκεδάσει.
Ο διευθύνων σύμβουλος ήταν ο 34χρονος Kamil Rudnicki και τα αποκάλυψε όλα αυτά σε μια ανάρτησή του στο LinkedIn.
Και πολύ καλά έκανε, μιας και όλα αυτά τα νούμερα σχετίζονται με τη δουλειά του. Ο Rudnicki είναι ο ιδρυτής της TimeCamp, μιας εταιρείας που δημιούργησε στην πατρίδα του, την Πολωνία, η οποία πουλάει αυτό που ονομάζεται «λογισμικό παρακολούθησης του χρόνου» και οι υπόλοιποι αποκαλούμε spyware, bossware ή tattleware για τον χώρο εργασίας.

Αυτές οι εφαρμογές, που μοιάζουν με ένα είδος Big Brother, μπορούν να παρακολουθούν τους ιστότοπους που επισκέπτονται οι εργαζόμενοι και τα προγράμματα που χρησιμοποιούν για να καταμετρήσουν πόσο χρόνο ξοδεύουν, ας πούμε, στο Twitter έναντι του Excel - ακόμη και αν οι άνθρωποι εργάζονται στο σπίτι, όπως κάνουν πολλοί περισσότεροι εξαιτίας του Covid.

Αυτές οι εφαρμογές, που μοιάζουν με ένα είδος Big Brother, μπορούν να παρακολουθούν τους ιστότοπους που επισκέπτονται οι εργαζόμενοι και τα προγράμματα που χρησιμοποιούν για να καταμετρήσουν πόσο χρόνο ξοδεύουν, ας πούμε, στο Twitter έναντι του Excel – ακόμη και αν οι άνθρωποι εργάζονται στο σπίτι, όπως κάνουν πολλοί περισσότεροι εξαιτίας του Covid. Ορισμένες εφαρμογές μπορούν επίσης να καταγράφουν τις πληκτρολογήσεις των εργαζομένων και τη φυσική τους παρουσία ή να λαμβάνουν στιγμιότυπα της οθόνης τους.

Η εταιρεία του Rudnicki έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο αυτόν τον μήνα, όταν ένα αστικό δικαστήριο στον Καναδά έκρινε ότι μια λογίστρια όφειλε στον παλιό της εργοδότη περισσότερα από 2.700 δολάρια Καναδά (1.850 ευρώ), αφού η TimeCamp απέδειξε ότι είχε διαπράξει «κλοπή χρόνου».
Η λογίστρια είχε αφιερώσει λίγο περισσότερες από 50 ώρες εργασίας οι οποίες δήλωσε ο εργοδότης της ότι δεν φαίνεται να είχαν δαπανηθεί σε «καθήκοντα που σχετίζονται με την εργασία». Διαμαρτυρήθηκε ότι είχε περάσει πολύ χρόνο δουλεύοντας σε αντίγραφα εγγράφων πελατών σε χαρτί, τα οποία δεν είχαν καταγραφεί από το λογισμικό TimeCamp που ήταν εγκατεστημένο στο φορητό υπολογιστή της δουλειάς της.

Αλλά τα αφεντικά της είπαν ότι το TimeCamp μπορούσε να δείξει τον χρόνο που είχε ξοδέψει για εκτυπώσεις και τα δεδομένα του αποκάλυψαν ότι δεν θα μπορούσε να έχει εκτυπώσει τον τεράστιο σωρό εγγράφων που θα χρειαζόταν για να εργαστεί σε έντυπα αντίγραφα.
Επίσης, θα έπρεπε να είχε ανεβάσει την εργασία που έκανε εκτός σύνδεσης στο υπολογιστικό σύστημα της εταιρείας, και το TimeCamp δεν έδειξε ότι είχε κάνει ούτε αυτό. Έμοιαζε με μια ολοκληρωτική νίκη του spyware έναντι του ανθρώπου, γεγονός που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς αισθάνεται η TimeCamp για το ρόλο της σε αυτή την αναδυόμενη εποχή της επιτήρησης των εργαζομένων.
Λίγο ανάμεικτη, είναι η αίσθηση σύμφωνα με τον Rudnicki της TimeCamp. Στα θετικά, η υπόθεση του Καναδού λογιστή είχε ενισχύσει τις επιχειρήσεις της εταιρείας του, της οποίας οι 50 υπάλληλοι εξυπηρετούν περίπου 4.000 πελάτες σε τομείς όπως το λογισμικό, τις συμβουλευτικές και επαγγελματικές υπηρεσίες μεταξύ επιχειρήσεων.

«Για εμάς, είναι καλή δημοσιότητα», λέει, εξηγώντας ότι τα αιτήματα για επιδείξεις του λογισμικού της TimeCamp σε πελάτες σχεδόν διπλασιάστηκαν μετά την αποκάλυψη της ιστορίας. Αλλά η είδηση έχει επίσης εντείνει την ανησυχία σχετικά με το λογισμικό. Ο Rudnicki, βέβαια, επέμεινε ότι δεν χρησιμοποιείται μόνο με τον προφανή κακόβουλο τρόπο που φανταζόμαστε.

Το TimeCamp βοηθά μερικές φορές τους εργαζόμενους να αποδείξουν ότι έχουν εργαστεί απλήρωτες υπερωρίες, λέει. Επίσης, οι περισσότεροι από τους πελάτες του χρησιμοποιούν το λογισμικό μόνο για να παρακολουθούν την εργασία που γίνεται σε συγκεκριμένα έργα, ώστε να μπορούν να δείχνουν στους πελάτες τους πόσες ώρες χρειάστηκαν οι εργασίες.

Άλλες εταιρείες το χρησιμοποίησαν μόνο για να ελέγχουν αν ένας υπολογιστής στη δουλειά είχε χρησιμοποιηθεί ή όχι, αντί να καταγράφουν κάθε ιστότοπο που επισκέφθηκαν οι χρήστες του, ενώ σε ορισμένες περιοχές απαιτείται η ενημέρωση των εργαζομένων πριν από τη χρήση του λογισμικού.
Οι εργαζόμενοι της TimeCamp διαθέτουν το λογισμικό του ομίλου, το οποίο επέτρεψε στον Rudnicki να δημιουργήσει έναν κατάλογο που αποτυπώνει λεπτομερώς τις χιλιάδες παραγωγικές ώρες που είχε περάσει η ομάδα του στα Google Docs, στο Gmail κ.ο.κ. Και το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ο δεύτερος πιο τακτικός χρήστης του Twitter στην εταιρεία αυτόν τον μήνα. «Δεν επιδιώκουμε να έχουμε 100 τοις εκατό παραγωγικότητα», επισημαίνει. «Δεν είναι υγιές».

Αυτό είναι μια κάποια ανακούφιση. Το ίδιο και η επιβεβαίωσή του ότι οι άνθρωποι έχουν επινοήσει τεχνάσματα για να ξεγελάσουν το λογισμικό παρακολούθησης του χρόνου, όπως συσκευές που κουνάνε το ποντίκι ενός υπολογιστή για να το κάνουν να φαίνεται ότι βρίσκεται σε συνεχή χρήση. Ή το τέχνασμα -όχι και τόσο προηγμένης τεχνολογίας- με την τοποθέτηση ενός φλιτζανιού καφέ πάνω σε ένα πληκτρολόγιο για να κρατάει συνεχώς πατημένο ένα πλήκτρο.

Παρά την «πονηριά», πρόκειται για μια ενθαρρυντική είδηση. Από μόνη της η ιδέα του να βρίσκεσαι υπό συνεχή ψηφιακή παρακολούθηση είναι απαίσια. Όποιος την έχει αποφύγει, μέχρι στιγμής δεν μπορεί παρά να αισθάνεται τυχερός. Για όσους δεν τα κατάφεραν, ας ελπίσουμε να μπορέσουν να βρουν ένα άλλο λιγότερο επαχθές περιβάλλον εργασίας, λιγότερο τεχνολογικά «προηγμένο».

Και στο μεταξύ, ας μας εμπνέουν πιο αναλογικοί, πιο «πρωτόγονοι» τρόποι όπως το φλιτζάνι με τον καφέ, πάνω στο διαρκώς πατημένο πλήκτρο. Το περιεχόμενο του φλιτζανιού δεν είναι δεσμευτικό, η μέθοδος λειτουργεί εξίσου καλά και με τσάι.
με πληροφορίες από τους Financial Times