Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα τερματίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και λίγες ώρες αργότερες ρουκέτες εκτοξεύονταν κοντά στην αμερικανική πρεσβεία στη Βαγδάτη.

Δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι από το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος για τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Ιράκ μέχρι το τέλος της χρονιάς, όταν τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδωσαν ότι δύο ρουκέτες εκτοξεύτηκαν σε μικρή απόσταση από την αμερικανική πρεσβεία στη Βαγδάτη.

Η αλληλουχία των γεγονότων έχει αρχίσει να κουράζει πλέον και τους πιο υπομονετικούς δημοσιογράφους και αναλυτές: Ο Μπάιντεν ανακοινώνει την απομάκρυνση στρατευμάτων από κάποια περιοχή (Ιράκ, Αφγανιστάν), την οποία είχε προαναγγείλει ο Τραμπ και είχε υποσχεθεί ακόμη νωρίτερα ο Ομπάμα, έως τη στιγμή που κάποιος παλιός κίνδυνος (ISIS, Ταλιμπάν, σιιτικές πολιτοφυλακές κτλ.) κάνει την επανεμφάνισή του αναγκάζοντας τον Λευκό Οίκο να αναβάλει/ακυρώσει/μετριάσει την αποχώρηση.

Οι ΗΠΑ, έλεγε προ ημερών ο Ρώσος υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, λένε ότι αποχωρούν από το Αφγανιστάν, «αλλά συνεχίζουν να κοιτάνε τη χώρα πάνω από το φράχτη», στήνοντας νέες στρατιωτικές βάσεις και κέντρα επιμελητειακής υποστήριξης σε γειτονικές περιοχές. Η κατάσταση δεν είναι ιδιαίτερα διαφορετική στο Ιράκ. Η ανακοίνωση της αποχώρησης των στρατευμάτων θυμίζει περισσότερο ένα μικρό επικοινωνιακό «δώρο» προς τον Ιρακινό πρωθυπουργό, Μουσταφά Αλ Καντίμι, εν όψει των κοινοβουλευτικών εκλογών που έχουν προγραμματιστεί να διεξαχθούν στο Ιράκ στις 10 Οκτωβρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι New York Times χαρακτήρισαν τις ανακοινώσεις, που ακολούθησαν τη συνάντηση των δυο ηγετών στον Λευκό Οίκο, σαν «σκηνοθετημένο έργο διπλωματικού θεάτρου».

Ύστερα από την περσινή εκτέλεση του ιρανού αξιωματούχου Κασέμ Σουλειμανί, από τον Τραμπ, το ιρακινό κοινοβούλιο έβραζε από οργή, με αποτέλεσμα ακόμη και οι πιο φιλοαμερικανοί πολιτικοί στη Βαγδάτη να υποχρεωθούν να ζητήσουν την απομάκρυνση του Πενταγώνου από τη χώρα. Οι ΗΠΑ, αφού στην αρχή αγνόησαν τη σαφή εντολή του κοινοβουλίου, στη συνέχεια μετονόμασαν τους στρατιώτες τους σε «εκπαιδευτικό προσωπικό», ανανεώνοντας ουσιαστικά τη θητεία τους επ’ αόριστον.

Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι έχουν χάσει το πολιτικό παιχνίδι στη Βαγδάτη, αφού η εισβολή και κατάληψη της χώρας έφερε στο προσκήνιο τις σιιτικές δυνάμεις που πρόσκεινται ή τουλάχιστον συνομιλούν με το Ιράν, αλλά δεν πρόκειται να περιορίσουν τον στρατιωτικό και οικονομικό εναγκαλισμό της χώρας.

Είναι νωρίς να γνωρίζουμε εάν ο Λευκός Οίκος θα χρησιμοποιήσει τις επιθέσεις με ρουκέτες στην πρεσβεία για να αναβάλει ακόμη και αυτή την εικονική αποχώρηση από το Ιράκ (καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές γινόταν ακόμη αξιολόγηση των ζημιών που προκλήθηκαν από την επίθεση). Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι εξελίξεις στο Ιράκ δείχνουν ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τι αποκαλούμε «πολεμικές επιχειρήσεις» και «στρατεύματα κατοχής», όταν αναφερόμαστε στην παρουσία του αμερικανικού στρατού σε μια ξένη χώρα.

Όπως εξηγούσε πρόσφατα o δημοσιογράφος και συγγραφέας Ανάντ Γκοπάλ, «είναι λάθος να αξιολογούμε το μέγεθος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού κοιτάζοντας μόνο τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών που παραμένουν σε κάθε χώρα, καθώς οι πόλεμοι των ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε μια νέα μορφή ατελείωτων πολεμικών επιχειρήσεων («forever wars»), στους οποίους οι ΗΠΑ αναθέτουν σε υπεργολάβους την προβολή της ωμής τους βίας».