Μπορεί ένα καθεστώς, όσο καταπιεστικό και αυταρχικό κι αν είναι, να διαγράψει από τη συλλογική μνήμη ένα κομβικό για την ιστορία και τον λαό της χώρας γεγονός;

Εάν κρίνει κανείς από τη θεώρηση και τις πρακτικές της, η απάντηση κατά την κινεζική κυβέρνηση είναι θετική.

Αμέσως αφότου έπνιξε στο αίμα την ειρηνική διαδήλωση χιλιάδων υπέρ των πολιτικών ελευθεριών, στην πλατεία Τιέν Αν Μεν, στις 4 Ιουνίου του 1989 -μια πολυήμερη εξέγερση, που είχε εξαπλωθεί σε 400 πόλεις και γινόταν στη «σκιά» των τεκτονικών αλλαγών στην υπό κατάρρευση ΕΣΣΔ- το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας επέβαλε, με σιδηρά πυργή, «σιγή ασυρμάτου» στη χώρα για την τραγωδία.

Όχι τυχαία, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων της αιματηρής καταστολής παραμένει άγνωστος.

Οι κινεζικές αρχές είχαν τότε αναφέρει «περίπου 300 νεκρούς, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών», 23 φοιτητών «και κάποιων που σκοτώθηκαν κατά λάθος».

Οι επίγονοι του Μάο Τσε Τουνγκ -που έκτοτε περιόρισαν τον κινεζικό εκσυγχρονισμό μόνο στην οικονομία- κατήγγειλαν «δάκτυλο» της «ιμπεριαλιστικής Δύσης».

Και κάπως έτσι, το θέμα για το Πεκίνο έκλεισε και στη χώρα απαγορεύτηκε κάθε δημόσια συζήτηση επ’ αυτού.

Σήμερα, 32 χρόνια μετά, η σιγή ασυρμάτου επεκτείνεται στις μοναδικές δύο περιοχές όπου επιτρέπονταν οι εκδηλώσεις μνήμης για τους νεκρούς της Τιεν Αν Μεν: στις ειδικές διοικητικές επιτροπές του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο.

Τυπικά, οι περυσινές είχαν απαγορευτεί επισήμως λόγω πανδημίας.

Στις φετινές εκδηλώσεις, όμως, το μήνυμα των κινεζικών αρχών ήταν σαφές.

Στο μεν Μακάο, υποστήριξαν πρώτη φορά ότι κάθε εκδήλωση θα συνιστά παραβίαση της τοπικής ποινικής νομοθεσίας στον ασιατικό «παράδεισο» του τζόγου.

Στο δε Χονγκ Κονγκ, οι συνθήκες ήταν πια διαφορετικές, συγκριτικά με πέρυσι

Είχε μεσολαβήσει η ψήφιση -στα τέλη του Ιουνίου του 2020- του Νόμου Εθνικής Ασφάλειας, που το Πεκίνο επέβαλε στην πρώην βρετανική αποικία, επιχειρώντας πρακτικά να φιμώσει κάθε φωνή υπέρ του εκδημοκρατισμού.

Ως εκ τούτου, οι φετινές δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης απαγορεύτηκαν…  με τον νόμο.

Στους δρόμους του Χονγκ Κονγκ αναπτύχθηκαν πάνω από 7.000 αστυνομικοί, που προέβησαν σε συλλήψεις.

Η πρώτη ήταν η Τσόου Χανγκ Τσουνγκ: δικηγόρος, ακτιβίστρια υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων και αντιπρόεδρος της επιτροπής που οργανώνει τις ετήσιες εκδηλώσεις.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί ήταν αυτοί που αψήφισαν την απαγόρευση και βγήκαν στους δρόμους με αναμμένα κεριά και φώτα στα κινητά ή επινοώντας άλλες συμβολικές μορφές διαμαρτυρίας, δίνοντας έτσι έμπρακτη απάντηση στο Πεκίνο για τις αντοχές της συλλογικής μνήμης και συνείδησης.