Η Κίνα ανακοίνωσε ότι κάθε ζευγάρι θα επιτρέπεται να έχει έως τρία παιδιά, σε μια σημαντική αλλαγή πολιτικής από το όριο των δύο παιδιών που ισχύει σήμερα, ύστερα από την ανακοίνωση στοιχείων που κατέδειξαν δραματική μείωση των γεννήσεων στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου.

Το 2016, η Κίνα κατήργησε την πολιτική του ενός παιδιού -που ίσχυε για δεκαετίες και που αρχικά επιβλήθηκε για να ανακόψει την πληθυσμιακή έκρηξη– και την αντικατέστησε με το όριο δύο παιδιών. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, δεν οδήγησε σε σταθερή αύξηση των γεννήσεων, καθώς το υψηλό κόστος ανατροφής παιδιών στις κινεζικές πόλεις αποθάρρυνε πολλά ζευγάρια από το να αποκτήσουν απογόνους.

Νωρίτερα αυτό τον μήνα, η απογραφή πληθυσμού στην Κίνα, που γίνεται ανά δεκαετία, έδειξε ότι κατά τα τελευταία 10 χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε με τον βραδύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1950, στο 1,41 δισεκατομμύριο κατοίκους. Τα στοιχεία επίσης αποτύπωσαν ποσοστό γονιμότητας 1,3 παιδί ανά γυναίκα μόνο για το 2020, σε αντιστοιχία με κοινωνίες όπου παρατηρείται γήρανση του πληθυσμού, όπως η Ιαπωνία και η Ιταλία.

Οι λόγοι για τη μείωση των γεννήσεων είναι πολλοί: μείωση του αριθμού των γάμων, αύξηση του κόστους στέγασης και εκπαίδευσης, απόκτηση παιδιών σε μεγαλύτερη ηλικία από γυναίκες που δίνουν προτεραιότητα στην επαγγελματική τους ζωή, αριθμητική υπεροχή των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες λόγω της παραδοσιακής προτίμησης για απόκτηση αγοριών

Η Κίνα είχε πέρυσι πάνω από 264 εκατ. ανθρώπους ηλικίας 60 ετών και άνω, δηλαδή τέσσερις φορές τον συνολικό πληθυσμό της Γαλλίας.

Αυτή η ηλικιακή ομάδα αποτελεί πλέον το 18,7% του συνόλου, μια αύξηση κατά 5,44 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με την απογραφή του 2010. Αντίθετα, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15 έως 59 ετών) αντιστοιχεί στο 63,35% του συνόλου, μια μείωση κατά 6,79 μονάδες σε 10 χρόνια.