Το πρωί της 7ης Μαρτίου 1999 τηλεφωνώ στο γραφείο της ελληνικής Warner για να μάθω αν έχουν νέα από το «Μάτια ερμητικά κλειστά», το κινηματογραφικό «γεφύρι της Άρτας», που ήταν σίγουρο πως είχε γυριστεί, αν και κανείς δεν γνώριζε ακριβώς πότε θα ήταν έτοιμο. Από την άλλη άκρη της γραμμής η πάντα ενθουσιώδης Μαρίνα μου μιλούσε διστακτικά, λες και κάποιος είχε πεθάνει. Δέκα λεπτά αργότερα κατάλαβα πως ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε φύγει απ’ τη ζωή. Της είπα «συγγνώμη» και έκλεισα το τηλέφωνο με τον τρόπο που κάποτε έκλειναν τα τηλέφωνα ‒ απότομα. Έκανα ακριβώς δύο μέρες να συνέλθω από το ξαφνικό. Χωρίς λογική, πίστευα πως ο Κιούμπρικ δεν θα τολμούσε να πεθάνει πριν επιμεληθεί μέχρι κεραίας μια ταινία του, ειδικά αυτήν.

Στις αρχές Ιουλίου, μια άλλη εταιρεία διανομής μού προτείνει να πάω στο Λος Άντζελες για να κάνω συνέντευξη με τον Άνταμ Σάντλερ. Για το «Big daddy», που μάλιστα είχε βγει ήδη στις αμερικανικές αίθουσες, με τεράστια επιτυχία. Η Sony ήθελε να «πετάξει» Ευρωπαίους δημοσιογράφους για μια δεκάλεπτη κουβέντα με έναν ηθοποιό που η γηραιά, αλλά και οι υπόλοιπες ήπειροι, σνόμπαραν επιδεικτικά. Δεν με ενδιέφερε καθόλου, αλλά ξανακοίταξα τις ημερομηνίες: 16 με 20 Ιουλίου. Στις 16 έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες των ΗΠΑ το «Μάτια ερμητικά κλειστά». Είπα αμέσως «ναι».

Με το που έφτασα στο L.A., φόρτωσα τη βαλίτσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο και πήγα αμέσως, όχι στο ξενοδοχείο, αλλά σε ένα multiplex του Beverly Hills, νωρίς το απόγευμα. Έβγαλα εισιτήριο και μπήκα στην αίθουσα, ξεχνώντας το 18ωρο ταξίδι. Cruise, Kidman, Kubrick, «Eyes wide shut». Αυτό ήταν. Πήγα και ήρθα, σαν τον κλονισμένο Μπιλ (Κρουζ) στην περιπέτειά του στην εσχατιά της επιθυμίας, με την κρεβατοκάμαρα ως τελευταίο σύνορο και την προοπτική της απάτης ως ελιξίριο ζωής και καμπανάκι θανάτου. Ξαναμπαίνω στην ουρά για encore, σε πείσμα του jet lag. Ο μπροστινός μου με ρωτάει τι έργο σκοπεύω να δω. Του λέω ποιο και μου απαντά, «μην μπεις στον κόπο, έχω ακούσει πως είναι χάλια».

Μέσα στην αίθουσα, για πρώτη φορά, είδα ένα ζευγάρι να σηκώνεται όρθιο και να αποχωρεί φωνάζοντας «αίσχος». Πού, στο πολιτισμένο Μπέβερλι! Λογικό. Είχαν πάει να δουν μια ταινία με τον Κρουζ και την Κίντμαν και τους προέκυψε κλασικός Κιούμπρικ, μια επικίνδυνη ονειροφαντασία ενός παντρεμένου, βασισμένη σε ένα ξεχασμένο βιβλίο ενός Αυστριακού, του Άρθουρ Σνίτσλερ, φίλου του Φρόιντ, διά χειρός ενός Αμερικανού από το Μπρονξ, που γυρίστηκε σε ένα βρετανικό στούντιο που παρίστανε τη Νέα Υόρκη!

Τον Σεπτέμβριο η ταινία έκανε την ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Οι Κρουζ και Κίντμαν φαίνονταν να έχουν συνέλθει από την απώλεια και, ως συνήθως, χορογράφησαν την είσοδό τους στο Καζινό για τη συνέντευξη Τύπου και τις απαντήσεις τους, με συγκρατημένη λύπη και λόγια ευγνωμοσύνης για τον μαέστρο που έμελλε να τους διαλύσει ολοσχερώς. Κυρίως έμοιαζαν να μην έχουν συνειδητοποιήσει τι έπαιξαν. Στην ταινία ο Κρουζ ήταν ο αστροναύτης Μπόουμαν σε μια οικογενειακή οδύσσεια και η Κίντμαν μια αρχετυπική προβολή της συζυγικής ασφάλειας στο σεξουαλικό πάθος.

Οι κριτικές είναι σαφώς πιο θετικές, ενώ οι Αμερικανοί, όπως και με τα περισσότερα από τα αριστουργήματα του Κιούμπρικ από την «Οδύσσεια του Διαστήματος» και ένθεν, παρεξήγησαν το νόημα στην αρχική τους εκτίμηση. Έχοντας αγοράσει από την Αμερική το χρονικό της συγγραφής του σεναρίου από τον Φρέντερικ Ρέιφιελ, ξεκίνησα να γράφω ένα μεγάλο άρθρο με πληροφορίες και κριτική για λογαριασμό του περιοδικού «Σινεμά» για το τεύχος του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Ήταν μακρύ, δύστροπο και δαιδαλώδες (τότε έγραφα στο χέρι), αλλά άξιζε τον κόπο, για μένα τουλάχιστον. Ταυτόχρονα, ήταν και η μοναδική διαδικασία για να πενθήσω, έστω και ελαφρώς καθυστερημένα, τον σκηνοθέτη που με συνάρπαζε περισσότερο.

Ο επίλογος του κομματιού ήταν αυτός: «Μήπως ο Κιούμπρικ τελικά δεν είχε ανεξαρτητοποιηθεί, στον βαθμό που υπερηφανευόταν, από ένα σύστημα που δεν δίστασε να τον συγκρίνει με πορνογράφο; Μπορεί να ήταν φρουρός του έργου του, δεν υπήρξε ωστόσο και τόσο αφελής ώστε να μη γνωρίζει πώς να πουλήσει τον εαυτό του με τις μικρότερες δυνατές παραχωρήσεις. Μία από τις κόρες του, η Άνα, δήλωσε σχετικά με την ταινία: “Είναι μια πολύ προσωπική κατάθεση του πατέρα μου”. Δέθηκε με το θέμα και μεταλαμπάδευσε σε αυτό τις ιδέες, τις αρχές και τις ηθικές φιλοσοφίες βάσει των οποίων έζησε. Η σύζυγός του υποστηρίζει πως το φιλμ αντικατοπτρίζει την άποψη του σκηνοθέτη πως το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας δεν είναι αρκετά έξυπνο ώστε να ξέρει τι θέλει και να σχεδιάσει πώς να το αποκτήσει. Για μια ακόμα φορά, ο μέγιστος αυτός δημιουργός εξέφρασε την επιθυμία να κατανοήσει τον κόσμο με δυναμικό και υποκειμενικό τρόπο. Στο “Μάτια ερμητικά κλειστά” το πέτυχε για μια ακόμη φορά με την κατασκευή ενός μικρόκοσμου ‒ανδρικού, βίαιου, ατελούς‒ σε ένα σύμπαν ενιαίο, αχρονικό και απαραβίαστο. Η ζωή συνεχίζεται ώσπου να σταματήσει, λέει ο Ζίγκλερ στον Μπιλ, λίγο πριν από το τέλος, σε ένα από το δύο ειρωνικότατα σχόλια της ταινίας. Το άλλο υποδεικνύει πως ο Κιούμπρικ, συχνά κατηγορούμενος για έλλειψη χιούμορ, φύλαξε το πιο δυνατό του αστείο για την τελευταία λέξη της φιλμογραφίας του. “Let’s fuck” είναι η παραίνεση της συζύγου προς τον σύζυγο, μια πρακτική, εύγλωττη και πρόστυχη συμβουλή. Αντί όμως να γελάσουμε, πρέπει να θρηνήσουμε που τα “Μάτια” μοιάζουν απελπιστικά μόνα σε μια θάλασσα αβίαστων σκέψεων που φτηναίνουν το μέσο το οποίο ο Κιούμπρικ, ως αυτοδίδακτος διανοούμενος και κινηματογραφιστής, υπηρετεί, σε προσωπικό στοίχημα με τον χρόνο και τις σκιές, σαν μια παρτίδα σκάκι με γάντια του μποξ”».