Υπόδειγμα απλής και λιτής ζωής σε όλο του τον βίο, ο Μαχάτμα Γκάντι πέρασε 13 χρόνια της ζωής του στο Αχμενταμπάντ της Ινδίας, πόλη που έκανε το κέντρο του ειρηνικού αγώνα του κατά των βρετανών αποικιοκρατών. Το ασράμ (κέντρο διαλογισμού) Σαμπαρμάτι όπου ζούσε και, στο οποίο μετά το 1930 δεν επέστρεψε ποτέ, έγινε ένα από τα πιο σεβαστά σημεία στην Ινδία.

Έκτοτε το έχουν επισκεφτεί ηγέτες, από τον Μπιλ Κλίντον ως τον Ντόναλντ Τραμπ, και προσωπικότητες με διεθνή ακτινοβολία, όπως ο Νέλσον Μαντέλα. Η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι σχεδιάζει όμως να μετατρέψει το Σαμπαρμάτι σε «παγκόσμιας κλάσης τουριστικό προορισμό», επενδύοντας για τον σκοπό αυτό 12 δισ. ρουπίες (περίπου 140 εκατ. ευρώ), μια πρωτοβουλία που δεν βρίσκει σύμφωνους πολλούς. Βλέπουν ακόμη μια προσπάθεια να πολιτικοποιηθεί η κληρονομιά του Γκάντι ώστε να ταιριάξει στην εθνικιστική και ινδουιστική γραμμή που προωθεί ο Μόντι.

Είναι σχέδιο του πρωθυπουργού να ξαναγράψει την Ιστορία της Ινδίας, είπε σχετικά ο δισέγγονος του Γκάντι, Τουσάρ, ο οποίος προσέφυγε στη Δικαιοσύνη κατά των σχεδίων του πρωθυπουργού. Το ασράμ, στο κέντρο της μεγαλούπολης των 8 εκατ. ανθρώπων, πιέζεται για χρόνια από την εντεινόμενη αστικοποίηση, γράφει ο Guardian.

Κάποτε είχε έκταση 480 στρεμμάτων που πλέον έχουν συρρικνωθεί μόλις σε 20 στρέμματα. Από τους άλλοτε χώρους του περνά αυτοκινητόδρομος τεσσάρων λωρίδων ενώ περιβάλλεται από παράγκες, ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα τουριστικών ειδών. Μέχρι και ένα κέντρο τεχνητής γονιμοποίησης για αγελάδες έφτασε να στεγάζεται στους χώρους του ασράμ – κάτι που, αν το έβλεπε, θα μπορούσε να εξοργίσει ακόμη και έναν Γκάντι.

Πάνω από 400 οικογένειες πρέπει να φύγουν από τον χώρο. Κάποιες είναι απόγονοι των Νταλίτ, των «Ανέγγιχτων», των μελών της πιο χαμηλής κάστας, τους οποίους ο ίδιος ο Γκάντι έφερε στον χώρο. Οι οδηγίες του ήταν να ζήσουν οι άνθρωποι αυτοί εκεί για πάντα. Αν και πολλοί διαμαρτυρήθηκαν, περίπου οι μισοί δέχτηκαν να φύγουν, αφού η κυβέρνηση τους έδωσε είτε ένα πακέτο 6 εκατ. ρουπιών (71.000 ευρώ) ή ένα καινούριο διαμέρισμα τεσσάρων υπνοδωματίων. Κάποιοι, πάλι, μιλούν για εκφοβισμούς για να φύγουν. Οι συζητήσεις για την αποκατάσταση του ιερού χώρου κρατούν χρόνια, χωρίς να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα.

Έξι διαφορετικά ιδρύματα έχουν λόγο, αλλά και αποκλίνοντα συμφέροντα, οπότε η συνεννόηση είναι πρακτικά αδύνατη. Τότε παρενέβη και πήρε τον έλεγχο η κυβέρνηση της Ινδίας. Το σχέδιο, που είναι υπό την εποπτεία του Γραφείου του Πρωθυπουργού, προβλέπει επέκταση κατά 20 στρέμματα, ανακαίνιση των χώρων με νέα μουσεία και μνημεία για τον Γκάντι, αλλά και κατεδάφιση παλαιών κτισμάτων. Εν τω μεταξύ τα ιδρύματα απέρριψαν κάποιες «εξαιρετικά ανόητες ιδέες» ανανέωσης του χώρου, όπως ένα ολόγραμμα του Γκάντι που θα βγαίνει από τα νερά

Η κυβέρνηση επικρίνεται πάντως για έλλειψη διαφάνειας γιατί ο Μόντι όρισε τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα και δεν ζήτησε τη γνώμη των μελετητών του Γκάντι. Αλλά αυτό που είναι περισσότερο ανησυχητικό, γράφει ο Guardian, είναι πώς το κόμμα του Μόντι, το BJP, προσπαθεί να διαχειριστεί την κληρονομιά του μεγάλου ηγέτη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Γκάντι αποστρεφόταν την ινδουιστικές εθνικιστικές πολιτικές τις οποίες ακριβώς εφαρμόζει το BJP που θεωρεί ότι η Ινδία θα πρέπει να είναι ινδουιστικό και όχι κοσμικό κράτος. Ο άνθρωπος μάλιστα που είχε δολοφονήσει τον Γκάντι ήταν μέλος του RSS ενός δεξιού παραστρατιωτικού οργανισμού από τον οποίο προήλθε το BJP. Ο Μόντι άλλα στελέχη του κόμματος ήταν στο παρελθόν μέλη του RSS, το οποίο εξακολουθεί να αποστρέφεται τον Γκάντι και να τιμά τον δολοφόνο του.