Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς οτιδήποτε για τους Dead Can Dance χωρίς να κάνει λόγο για “μυσταγωγία”. Αυτός είναι άλλωστε ο διαχρονικός στόχος του δίδυμου των Lisa Gerrard και Brendan Perry.

Από το πρώτο “post punk” πόνημά τους, μέχρι το Dionysus του 2018, οι DCD σκαλίζουν τα παγκόσμια ηχοτοπία για να καταφέρουν τελικά να παρουσιάσουν τα ατμοσφαιρικά ψηφιδωτά τους που λειτουργούν σαν ένα αμάγαλμα αισθήσεων και εικόνων. Κεντρικό στοιχείο τους ήταν πάντα η ατμόσφαιρα και το παιχνίδι με τους παγκόσμιους μύθους, τις παραδόσεις, τα διαφορετικά όργανα. Ουδέποτε “ηρέμησαν” στις αναζητήσεις τους, ουδέποτε συμβιβάστηκαν με τον χρόνο, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άλλωστε, κόντρα στο κύμα της εποχής, αποφάσισαν να βγάλουν από το προσκήνιο τις κιθάρες και να καταπιαστούν με οτιδήποτε ακουγόταν ωραίο στα αυτιά τους, καθιστώντας τον ήχο τους οικουμενικό, βγάζοντάς τον έξω από στεγανά, είδη και κατηγοριοποιήσεις.

Όλη αυτή η πνευματική Οδύσσεια ήρθε να ανοικοδομηθεί αισθητικά στο Anastasis του 2012, τον δίσκο που ανέστησε τη μπάντα που είχε να ηχογραφήσει από το 1998. Είχαν προηγηθεί επτά κυκλοφορίες, ή αν θέλετε επτά concept άλμπουμ που κάθε ένα τους λειτουργούσε σαν το επόμενο βήμα για το άπειρο. Στο Dionysus αποτίουν κυριολεκτικά φόρο τιμής στον διονυσιακό μύθο, στο αρχαϊκό μυστήριο που δεν έχει σταματήσει να εμπνέει, και για ακόμη μια φορά συμπεριλαμβάνουν το ελληνικό στοιχείο στο έργο τους.

Η πανδημία ανέκοψε τη περιοδεία των Dead Can Dance η οποία θα περνούσε και από τη χώρα μας, αλλά πλέον η επιστροφή του ηχητικού τους “διαστημόπλοιου” θα γίνει τον Μαΐο, ως συνέχεια του υπέροχου live που μας χάρισαν στο Ηρώδειο, το 2019.

Συγκεκριμένα, το σχήμα θα εμφανιστεί στην Αθήνα και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος την Πέμπτη 19 Μαΐου, καθώς και στη Θεσσαλονίκη και το Thessaloniki Concert Hall το Σάββατο 21 Μαΐου 2022. Με αφορμή τις επερχόμενες συναυλίες τους, το Magazine είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Brendan Perry, για το χθες και το αύριο των μουσικών πειραματισμών των Dead Can Dance, αλλά και για τη σχέση των δύο δημιουργών, μεταξύ τους.

Το νήμα της συζήτησης ξεκινά από εκεί που αφήσαμε τους Dead Can Dance πριν από τρία χρόνια. Από τη συναυλία τους δηλαδή στο Ηρώδειο, έναν χώρο που υποβάλλει κοινό και καλλιτέχνες στη δική του, ιδιαίτερη διάσταση. “Ήταν μια πολύ διαφορετική βραδιά για εμάς. Το να παίζουμε σε έναν χώρο με τέτοια ιστορία, ήταν καθηλωτικό. Τη συγκεκριμένη νύχτα θα τη θυμόμαστε για πάντα. Προσωπικά μου αρέσει πολύ να παίζω σε ανοιχτούς χώρους φορτισμένους με ιστορική σημασία, αλλά στο Ηρώδειο η ακουστική και η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική, και πολύ γοητευτική για εμάς”.

Στις συναυλίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη θα περιμένουμε μια αναδρομή στο έργο και στις ιδέες των Dead Can Dance. Όπως μας λέει ο Brendan Perry, “αυτή τη περίοδο δουλεύουμε πάνω σε νέες εκδοχές των κομματιών μας, για το πώς θα ακούγονται live. Επίσης επανεπεξεργαζόμαστε παλαιότερα θέματά μας και μουσικές που θα παρουσιαστούν σε μια νέα μορφή, θα παρουσιάσουμε νέες παραγωγές του έργου μας, ενώ θα μετέχουν μουσικοί και φωνές που έχουμε δουλέψει μαζί τους στο παρελθόν. Στις συναυλίες αυτές θα πειραματιστούμε και με νέες μουσικές τεχνικές και νέα όργανα. Γενικά θέλουμε να παρουσιάσουμε κάτι νέο, κάτι διαφορετικό που το περιμέναμε με ιδιαίτερη προσμονή μετά την πανδημία. Νομίζω πως αυτή η αναμονή άξιζε, για όλους μας”.

Η σκηνή της Μελβούρνης

Οι νέες εκδοχές των έργων της μπάντας δεν έχουν άλλωστε καμία σχέση με το πώς ξεκίνησε το συγκρότημα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στην Αυστραλία. Τότε που ο Brendan γνώρισε τη Lisa Gerrard, στη περιβόητη “little band scene”, ενώ ήρθε σε επαφή και με το ελληνικό στοιχείο που τόσο αγάπησε. Νωρίτερα, ο Perry είχε μετακομίσει εκεί από τη Νέα Ζηλανδία, μαζί με τη τότε μπάντα του, “Marching Girls”.

“Εκείνη η περίοδος ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για εμάς σε ο,τι αφορά τη μουσική. Η Μελβούρνη εκείνη την εποχή συγκέντρωσε πολλές διαφορετικές μπάντες που πειραματίζονταν πάνω στη πανκ και στα υποείδη της. Αυτό ξεκίνησε το 1977-78 και σταδιακά οδήγησε σε πιο πειραματικά μονοπάτια. Από εκεί ξεπήδησαν post punk συγκροτήματα αλλά και μπάντες που επένδυσαν στην ηλεκτρονική μουσική. Αυτή η σκηνή που ονομάστηκε “little band” λειτούργησε σαν μια ομάδα μουσικών που συναντιόμασταν, παίζαμε μαζί, ανταλλάσαμε ιδέες. Ήταν σαν ένα μουσικό κίνημα που συνδύαζε ποίηση, ηλεκτρονική μουσική, ροκ, μοιραζόμασταν όργανα. Η Lisa ήταν σε τρία διαφορετικά συγκροτήματα ταυτόχρονα, κάναμε κοινά live όπου εμφανίζονταν δέκα πάντες που η καθεμία έπαιζε από πέντε κομμάτια, ήταν μια μουσική κοινότητα όλο αυτό. Ήταν ένα χωνευτήρι πολιτιστικών στοιχείων. Η Μελβούρνη μάλιστα έχει ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων, Ιταλών, και όλα αυτά τα στοιχεία ήρθαν σε ένα πολιτισμικό αμάλγαμα”.

Λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1984, κυκλοφόρησε και το ιστορικό πρώτο άλμπουμ των Dead Can Dance. Η σύνθεση της μπάντας αποτελείτο από τον Perry, τη Gerrard, τον μπασίστα Paul Erikson και τον Peter Ulrich. Στο εξώφυλλο δέσποζε μια μάσκα από τη Παπούα – Νέα Γουινέα και το χαρακτηριστικό “ΔΞΛΔ CΛΝ ΔΛΝCΞ”. Αμέσως μετά κυκλοφόρησε το EP, Garden of the Arcane Delights, σαν “συμπλήρωμα” του άλμπουμ.

Από τη πρώτη στιγμή δεν ήμουν ικανοποιημένος με αυτό τον δίσκο. Ποτέ δεν ήμουν. Ηχογραφήσαμε σε λάθος στούντιο, το οποίο ναι μεν το χρησιμοποιούσε η 4AD, ωστόσο ήταν σχεδιασμένο για ηλεκτρονική μουσική, όχι για να ηχογραφούν μπάντες με φυσικά όργανα.

Τότε είχαμε δουλέψει με έναν ηχολήπτη, τον John Fryer, που ήταν απίστευτα δύσκολο να δουλέψεις μαζί του, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω κομψά, αλλά πραγματικά ήταν εντελώς μη συνεργάσιμος. Ήταν πραγματικά το πιο ακατάλληλο άτομο για να συνεργαστούμε σε εκείνη τη φάση, δεδομένου ότι μιλάμε και για τον πρώτο μας δίσκο. Χρειαζόμασταν κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία, εξοικειωμένο να δουλεύει πάνω σε διαφορετικά είδη μουσικής, ενώ εκείνος είχε περιορισμένο εύρος. Αν το σκεφτώ τώρα θα πω πως τα κομμάτια είναι πολύ δυνατά, η μουσική είναι επίσης πολύ καλή, αλλά δεν αντιλαμβανόμασταν τότε τη προοπτική της και η παραγωγή αδίκησε το σύνολο. Σε καμία περίπτωση δεν φτάσαμε στα επίπεδα της ζωντανής μας μουσικής”.

Ενδεικτικό της αγάπης του Perry για την Ελλάδα είναι ο προσωπικός δίσκος που κυκλοφόρησε με τίτλο “Songs of Disenchantment: Music from the Greek Underground”, στον οποίο καταπιάνεται με παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια αλλά και ρεμπέτικα.

Τέλος, ρωτάμε τον Brendan Perry, ποια είναι τα αγαπημένα του μέρη στη χώρα μας.

“Σίγουρα η Επίδαυρος. Έχω περάσει εβδομάδες ταξιδεύοντας σε όλη την Πελοπόννησο, απ’ άκρη σ’ άκρη. Μετά το show στο Ηρώδειο κάναμε ένα υπέροχο road trip και πραγματικά αγάπησα τη Μονεμβασιά και πολλά χωριά που δεν είναι τουριστικά. Στη Πελοπόννησο μπορείς να βιώσεις την αυθεντικότητα των ανθρώπων, την απλότητα. Μαγεύτηκα επίσης από την Αρχαία Ολυμπία, το Ναύπλιο και φυσικά τους Δελφούς. Για να σου πω την αλήθεια αυτή τη στιγμή ψάχνω για ένα σπίτι για να νοικιάζω τρεις με τέσσερις μήνες τον χρόνο για να μένω στη Πελοπόννησο ή τριγύρω. Βασικά, το λιγότερο τρεις με τέσσερις μήνες το χρόνο”.

Οι Dead Can Dance εμφανίζονται στις 19 Μαίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) και στις 21 Μαίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια της EUROPA 2022 Tour. Στις συναυλίες θα παρουσιάσουν ένα best-of από το σύνολο της καριέρας τους.

Δείτε βιντεο κλιπ :

https://www.youtube.com/watch?v=syLG6C7idvo