Η ταινία «CODA» κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στην τελετή απονομής των βραβείων 94ων βραβείων Όσκαρ.

Και τώρα που ησύχασε ο χαμός με μία από τις χειρότερες στιγμές στα Όσκαρ- και σίγουρα την πιο τοξική είτε πρόκειται για στημένο χαστούκι είτε για πέρα για πέρα αληθινή επίθεση-ας μιλήσουμε για τους νικητές της μεγαλύτερης γιορτής της κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Αναπάντεχος από τη μία, σχεδόν προβλέψιμος από την άλλη ο μεγάλος νικητής της οσκαρικής βραδιάς ήταν το “CODA” μια feel good ταινία που ήταν η ιδανική επιλογή για το μεγάλο βραβείο καθώς η Ακαδημία δεν φαινόταν να ψήνεται με το μεγάλο φαβορί The Power of the Dog, ούτε ήταν έτοιμη να δώσει το Όσκαρ σε ό,τι πιο άρτιο κινηματογραφικά και χορταστικά μεγαλειώδες είδαμε φέτος, το “Dune”.

Απλή στη βάση της, με αρκετούς να αναφέρουν ότι πρόκειται για μια ταινία που στερείται καλλιτεχνικής αξίας και πολυπλοκότητας, το  Coda λάμπει μέσα στην απλότητα του και σπάει τα όρια της σιωπή, δίνοντας «φωνή» στην ιστορία, και κυρίως μεταχειριζόμενη με σεβασμό τους κωφούς ήρωές της.

H ταινία «CODA» αποτέλεσε το κύριο θέμα συζήτησης του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance και επιλέχθηκε για παγκόσμια διανομή από την Apple TV+ με το ρεκόρ 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Πρόκειται για το ριμέικ της γαλλικής ταινίας La Famille Bélier (2014), και επικεντρώνεται στην έφηβη Ρούμπι (Emilia Jones) η οποία είναι το μόνο άτομο με ακοή σε μια οικογένεια κωφών που ζει στη Μασαχουσέτη, στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.

Η οικογένεια ασχολείται με την αλιεία αλλά επειδή δεν βγάζουν αρκετά χρήματα από το ψάρεμα για να διαθέτουν επαγγελματικά διερμηνέα και δεδομένου ότι όλος ο κόσμος γύρω τους είναι χτισμένοες με γνώμονα τον κόσμο των ανθρώπων με ακοή, μαμά (Marlee Matlin), μπαμπάς (Troy Kotsur που κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου) και αδερφός (Daniel Durant) βασίζονται στη Ρούμπι για να τα βγάλουν πέρα. Μέχρι που η Ρούμπι ονειρεύεται να φύγει, ονειρεύεται σπουδές, ονειρεύεται να κάνει δικά της πράγματα. Κάτι που δεν θα έπρεπε να θεωρείται απαγορευμένο ή αμαρτωλό, ξαφνικά τη γεμίζει ενοχές και βυθίζει την οικογένεια στην απόγνωση. Τα όνειρά της δεσμεύονται από τους οικογενειακούς δεσμούς. Ή μήπως όχι;

Αν κάνει κάτι καλά η ταινία είναι ότι χωρίς να χάνει την ανάλαφρη διάθεσή της- δεν θέλει να μας «βρέξει» στο δράμα, μας φτάνει άλλωστε που βλέπουμε τις δυσκολίες της οικογένειας- δεν καταφεύγει σε ευκολίες και σχηματικούς χαρακτήρες. Έχουν όλοι τις καλές και τις κακές τους στιγμές, είναι σύνθετοι και πολύπλοκοι. Και το «CODA» τους δείχνει όπως είναι, χωρίς να τους κρίνει.

Βλέπουμε πως είναι δεμένη η οικογένεια, αλλά και πως παράλληλα υπάρχει ένα αόρατο κενό ανάμεσα στα τρία κωφά μέλη και την Ρούμπι, κάτι που φαίνεται ακόμα περισσότερο από σχέση μητέρας- κόρης. H μαμά Τζάκι παραδέχεται ότι στεναχωρήθηκε όταν έμαθε ότι το κορίτσι που γέννησε μπορούσε να ακούσει, ενώ όταν η Ρούμπι της αποκαλύπτει ότι της αρέσει το τραγούδι και η μουσική αναρωτιέται πως αν ήταν τυφλή η κόρη της θα επέλεγε τη ζωγραφική.

Βλέπουμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τη Ρούμπι η συνθήκη της οικογένειάς της. Από τη μία ωριμάζει ταχύτερα και από την άλλη την καθιστά μόνιμο θύμα bullying. Και φυσικά το γεγονός πως όταν πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν μιλούσε.

Τελικά το κωφό καστ- γιατί και οι τρεις ηθοποιοί που υποδύονται τα κωφά μέλη της οικογένειας είναι κωφοί στην πραγματικότητα- αναδεικνύεται το συγκριτικό πλεονέκτημα μιας ταινίας που υπό άλλες συνθήκες θα λέγαμε πως έχουμε δει και ξαναδεί. Μια κοπέλα έτοιμη να κάνει άπειρα λάθη, που αναζητά την ταυτότητα και τον εαυτό της κοντά και μακριά από την οικογένειά της.

Έτσι μια κοινότυπη ιστορία «κρύβεται» από πινελιές ευρηματικότητας, γιατί στην ουσία δεν επηρεάζεται η δομή της ιστορίας από την ιδιαίτερη συνθήκη της οικογένειας της ηρωίδας. Απλά βλέπουμε μια γνωστή ιστορία που διερευνά τη δυναμική των σχέσεων μιας οικογένειας και πώς εξελίσσεται στη διάρκεια της ταινίας με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Θα μπορούσε να είναι και καλύτερη; Ίσως σεναριακά να μπορούσε να είναι πιο σαφής και αναλυτική, για να καταλαβαίνουμε περισσότερο και τους υπόλοιπους ήρωες που πρέπει να περάσει ώρα για να δούμε το βάθος τους- και σίγουρα δεν πρέπει να μείνουμε στο «μπουμ» της αρχικής τους παρουσίασης στην οθόνη.  Ωστόσο, η εμμονή της σκηνοθέτιδας με την αίσθηση αυθεντικότητας «ράβει» τις ατέλειες και τοποθετεί την ταινία ως μια από τις πιο ξεχωριστές στο είδος των ταινιών ενηλικίωσης.