Είναι συνταξιούχος εδώ και τέσσερα χρόνια, έπειτα από την ανακοίνωσή του ότι αποσύρεται από τα κινηματογραφικά πλατό.

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τη ζωή ενός σταρ, παρότι θεωρείται από πάρα πολλούς, ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς εν ζωή, ο μοναδικός που έχει κατακτήσει τρεις φορές το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και άλλα βαρυσήμαντα βραβεία, έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του κοινού, έχει λατρευτεί από τους κριτικούς και αποτελεί εγγύηση για τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς.

Σε λίγες ημέρες θα γιορτάσει τα 65 του χρόνια (γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1957) με την αγαπημένη του Αμερικανίδα σύζυγο Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του Άρθουρ Μίλερ, και τα τρία του παιδιά. Ένα από αυτά τα παιδιά το απέκτησε από τη μακροχρόνια σχέση του με την Ιζαμπέλ Αντζανί.

Ο Λιούς μένει στο οικογενειακό σπίτι έξω από το Δουβλίνο, όπου ζει μια ήσυχη, απλή ζωή, κάνοντας αυτό που αγαπούσε από παιδί: ασχολείται με την ξυλουργική.

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που δεν έδειξε ποτέ να «τρελαίνεται» από τη δόξα και τους ύμνους και ακόμη περισσότερο από το σύμπαν του Χόλιγουντ, κρατούσε πάντα αποστάσεις από το παιχνίδι της δημοσιότητας που επιβάλει η ζωή ενός σταρ, ζώντας πολλές φορές σαν ερημίτης, καθώς επέλεγε κατά καιρούς να απέχει από το επάγγελμα και να ηρεμεί φτιάχνοντας ξύλινες κατασκευές. Επίσης, παροιμιώδης ήταν η εκλεκτικότητά του στο σινεμά, γυρίζοντας μετρημένες ταινίες, απ’ τις οποίες οι περισσότερες αποτελούσαν και καλλιτεχνικό γεγονός. 

Απείθαρχο αγόρι

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις είχε την τέχνη στο αίμα του, καθώς ήταν παιδί της ηθοποιού Τζιλ Μπάλκον και του Αγγλοϊρλανδού ποιητή Σέσιλ Ντέι Λιούις, ο οποίος, πέθανε όταν ο Ντάνιελ ήταν 15 χρόνων, έπειτα από προβλήματα υγείας. Σε ηλικία 12 ετών, λόγω της απείθαρχης συμπεριφοράς του, οι γονείς του τον έστειλαν εσώκλειστο σε ιδιωτικό σχολείο στο Κεντ, όπου τα βρήκε σκούρα με τις τυπικότητες και τα μαθήματα, αλλά εκεί ανακάλυψε την αγάπη του για την ξυλουργική και την ηθοποιία.

Την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο θα την κάνει το 1971 ως κομπάρσος στο εξαιρετικό φιλμ του Τζον Σλέσιντζερ «Καταραμένη Κυριακή», στο οποίο υποδυόταν έναν βάνδαλο. Όπως είχε πει ο ίδιος, ήταν σαν να βρέθηκε στον παράδεισο, αφού πληρωνόταν με δύο λίρες για να σπάει ακριβά αυτοκίνητα.

Έπειτα από δύο χρόνια, θα πάει σε άλλο ιδιωτικό σχολείο, στο Χαμσάιρ, απ’ όπου θα πάρει το απολυτήριό του και στη συνέχεια θα επιλέξει το επάγγελμά του. Αν και είχε διακριθεί στο «Εθνικό Θέατρο Νέων», αποφάσισε να γίνει μαραγκός, αλλά τελικά δεν θα τον δεχθούν στην επαγγελματική σχολή που πήγε να γραφτεί, λόγω έλλειψης εμπειρίας. Τελικά, με «μισή καρδιά», έκανε αίτηση στη θεατρική σχολή Bristol Old Vic, στην οποία φοίτησε για τρία χρόνια.

Τελειομανής

Το 1982 θα κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με ένα πέρασμα στη φημισμένη ταινία «Γκάντι», ενώ το 1984 θα παίξει έναν δεύτερο ρόλο στην «Ανταρσία του Μπάουντι», δίπλα στους Μελ Γκίμπσον και Λίαμ Νίσον. Λίγο μετά θα του δοθεί η ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στο θέατρο με «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», σε μια από τις λιγοστές εμφανίσεις του στο σανίδι.

Έτσι, θα έρθει ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος στο φιλμ «Ωραίο μου Πλυντήριο», που γύρισε το 1985 ο Στίβεν Φρίαρς και που συμπτωματικά πραγματοποίησε την πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη την ίδια ακριβώς ημέρα με το γνωστό δράμα εποχής «Δωμάτιο με Θέα» του Τζέιμς Άιβορι, στο οποίο έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο, κάνοντας τους κριτικούς να παραμιλάνε, για το πολύπλευρο ταλέντο τού άγνωστου και πανέμορφου νεαρού ηθοποιού. Άλλωστε, ο Βρετανός ηθοποιός είναι από τους πλέον ένθερμους οπαδούς της «Μεθόδου»- χωρίς τις υπερβολές της πόζας, μπαίνοντας βαθιά στο πετσί του ρόλου, αλλάζοντας χαρακτήρες με ιδιαίτερη άνεση και ευκολία, όπως και προφορές, ενώ πολλές φορές έφτανε και στα άκρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελειομανίας του και της εμμονής του για τη λεπτομέρεια ήταν και η απόφασή του να μάθει τσέχικα, μέσα σε λίγες εβδομάδες, για να μπει στο κλίμα της ταινίας «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», παρότι ο σκηνοθέτης Φίλιπ Κάουφμαν τού είχε επισημάνει ότι θα γυριζόταν στα αγγλικά. Η δραματική ταινία του Κάουφμαν, θα καταστήσει τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις σε πρωταγωνιστή πρώτου μεγέθους.

Ο Τελευταίος των Μοϊκανών

Το 1989, θα έρθει και το πρώτο Όσκαρ, με το δραματικό φιλμ «Το Αριστερό μου Πόδι», σε σκηνοθεσία Τζιμ Σέρινταν, στο οποίο υποδύεται έναν τετραπληγικό καλλιτέχνη. Τελειομανής και πιστός στη Μέθοδο, θα παραμείνει στο αναπηρικό αμαξίδιο ακόμη και ανάμεσα στα γυρίσματα, μέχρι το τελευταίο πλάνο της ταινίας.

Το 1992, θα πρωταγωνιστήσει και στο πρώτο μπλοκμπάστερ της καριέρας του, την περιπέτεια εποχής του Μάικλ Μαν «Ο Τελευταίος των Μοϊκανών», για τις ανάγκες της οποίας έχασε κιλά και απέκτησε πλούσια κόμη και μεγαλύτερους μύες. Μια τεράστια εμπορική επιτυχία, με την οποία θα μπορούσε να ζητά ό,τι θέλει από το Χόλιγουντ, ενώ οι παραγωγοί ήταν έτοιμοι να δεχθούν τις απαιτήσεις του για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του σε μια ταινία.

Αντιθέτως, αυτός επέστρεψε και πάλι στον συμπατριώτη του Ιρλανδό σκηνοθέτη Τζιμ Σέρινταν και στο έξοχο πολιτικό δράμα «Εις το Όνομα του Πατρός», υποδυόμενος έναν αγωνιστή του IRΑ. Στα γυρίσματα επέβαλε στους συνεργάτες της ταινίας να του πετούν κρύο νερό και να τον βρίζουν, ενώ πέρασε και μεγάλα διαστήματα σε ένα κελί.

Θα Χυθεί Αίμα

Το 1993 θα αλλάξει και πάλι μορφή, πρωταγωνιστώντας σε έναν εμβληματικό ρόλο γοητείας, στο δράμα εποχής του Σκορσέζε «Τα Χρόνια της Αθωότητας» δίπλα στη Μισέλ Πφάιφερ, ενώ το 1996, θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» δίπλα στην Γουινόνα Ράιντερ, ένα δράμα, βασισμένο στο θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλερ. Τον επόμενο χρόνο θα παίξει ακόμη έναν διαφορετικό ρόλο, τον «Μποξέρ» και πάλι σε σκηνοθεσία Σέρινταν. Δύο ταινίες σε δύο χρόνια ήταν πολλές για τον Ντέι Λιούις. Θα αποσυρθεί από το προσκήνιο, επιστρέφοντας στη μεγάλη του αγάπη, την ξυλουργική, ενώ στη συνέχεια θα μετακομίσει στη Φλωρεντία, όπου γοητεύτηκε από την τέχνη των υποδηματοποιών.

Έπειτα από πέντε χρόνια απουσίας, ο Ντέι Λιούις θα επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη υποδυόμενος έναν αιμοσταγή χασάπη στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», ακόμη μια ταινία εποχής του Σκορσέζε, κερδίζοντας κατά κράτος τις εντυπώσεις από τους συμπρωταγωνιστές του, Λεονάρντο ντι Κάπριο και Λίαμ Νίσον. Το 2007 θα έρθει το δεύτερο Όσκαρ, παίζοντας στο σκληρό δράμα εποχής του Πολ Τόμας Άντερσον «Θα Χυθεί Αίμα», ένα φιλμ για τις αμαρτίες του αμερικανικού καπιταλισμού.

Το τρίτο Όσκαρ και η απόσυρση

Το 2012 θα κερδίσει το τρίτο Όσκαρ της καριέρας του, υποδυόμενος τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν στην ομώνυμη, αλλά και αμφιλεγόμενη, ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Μπορεί η ταινία να κατηγορήθηκε για πολλά και πως κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η καθηλωτική ερμηνεία του Ντέι Λιούις που κατέκτησε και τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας και το Βραβείο BAFTA.

Η τελευταία του εμφάνιση θα είναι με τη δραματική βιογραφία του Πολ Τόμας Άντερσον «Αόρατη Κλωστή» στον ρόλο ενός μόδιστρου, με την οποία ήταν υποψήφιος για Όσκαρ, αλλά η Ακαδημία αυτήν τη φορά του το αρνήθηκε. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις είχε προαναγγείλει την αποχώρησή του από το σινεμά στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας, κάτι που οριστικοποίησε αμέσως μετά, με μία γραπτή του δήλωση.

Εδώ και τέσσερα χρόνια ζει ως συνταξιούχος στο Ουίκλοου, έξω από το Δουβλίνο, μια ήρεμη ζωή, δίπλα σε αυτούς που αγαπά, απελευθερωμένος από τις υποχρεώσεις των στούντιο, ασχολούμενος με αυτό που αγαπούσε πάντα: την ξυλουργική. Μια τέχνη, που δεν απαιτεί ηθικές παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, προσφέρει χειροπιαστά αποτελέσματα «ειδικά όταν την εξασκείς με τη μέθοδο και την τελειομανία ενός Ντάνιελ Ντέι Λιούις.»