Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι διεθνείς κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας δεν συνιστούν πηγή αισιοδοξίας – και αυτό αντικατοπτρίζεται σε ευρωπαϊκές έρευνες.
Αν, όμως, κάποιος φαντάζεται ότι οι διαθέσεις των πολιτών μιας χώρας είναι συνυφασμένες με το οικονομικό της επίπεδο, τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων είναι ικανά να τον διαψεύσουν.
Στο τέλος κάθε έτους, το Ινστιτούτο Αλενσμπαχ, μια γερμανική εταιρεία δημοσκοπήσεων, ρωτά τους πολίτες αν κοιτάζουν τους επόμενους 12 μήνες με περισσότερη αισιοδοξία ή περισσότερη απαισιοδοξία.
Τα τελευταία αποτελέσματα της έρευνας, σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου, είναι τα πιο ζοφερά που έχουν καταγραφεί από το μεταπολεμικό 1950. Ωστόσο, είναι πιθανό να γίνουν ακόμη πιο ζοφερά, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Γερμανοί έχουν ολισθήσει στο κάτω μέρος της λίστας κατάταξης της ευτυχίας μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, βρίσκονται μία θέση κάτω από τους –παραδοσιακά τα τελευταία χρόνια– απαισιόδοξους Ελληνες. Μόνο οι Βούλγαροι νιώθουν ακόμη πιο μίζερα. Κάθε χρόνο η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, μετράει το δείγμα του πληθυσμού κάθε κράτους-μέλους που δηλώνει ευτυχισμένο με τη ζωή του.
Η κλίμακα του δείκτη ευημερίας ξεκινά από το μηδέν, που υποδηλώνει απόλυτη δυσαρέσκεια, και φθάνει ως το δέκα, που αντιπροσωπεύει όσους πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Το 2021 οι Γερμανοί έδωσαν στους εαυτούς τους μέσο όρο βαθμολογίας 7,1, λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, που ήταν 7,2.
Ωστόσο, τα ευρήματα που μόλις δημοσιεύθηκαν από την έρευνα του 2022 δείχνουν τον γερμανικό μέσο όρο να έχει πέσει στο 6,5 – χαμηλότερα από ότι στην Ελλάδα, στη Λετονία και στην Κροατία.
Η Γερμανία βρέθηκε ξαφνικά πίσω από τη Γαλλία, την Πορτογαλία, ακόμη και την Ουγγαρία.
Παραφράζοντας μια γνωστή έκφραση του βρετανού συγγραφέα των αρχών του 20ού αιώνα σερ Πέλαμ Γκρίνβιλ Γούντχαους, δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ ενός Γερμανού με μια δόση Weltschmerz (γερμανική έκφραση που σημαίνει «κούραση και μελαγχολία από τη στυγνότητα του κόσμου») και μιας ηλιαχτίδας.


Η μελέτη της ΕΕ δεν είχε πολλά να πει για τους λόγους αυτής της απότομης πτώσης του βαθμού ικανοποίησης από τη ζωή που καταγράφεται στη χώρα.
Ωστόσο, τα νούμερα είναι συνεπή με μια σειρά από άλλες έρευνες στη Γερμανία, που έχουν επισημάνει μια σημαντικά πιο σκοτεινή διάθεση των πολιτών τα τελευταία δύο χρόνια.
Την περασμένη εβδομάδα, το Ινστιτούτο Ράινγκολντ στην Κολωνία, το οποίο συνδυάζει δημοσκοπήσεις με συνεντεύξεις σε βάθος, διαπίστωσε ότι μόνο το 22% των πολιτών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δεσμευτικά αισιόδοξοι», και «μέτρια ικανοποιημένοι» με τη ζωή τους μόλις το 29%.
Αυτές οι ομάδες βρέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα από την έναρξη των ετήσιων μελετών του ινστιτούτου, το 2020. Οι κατηγορίες των «ακραία απογοητευμένων» και εκείνων που «κατακλύζονται από άγχος» βρίσκονται στο 20% η καθεμία, ενώ το υπόλοιπο 9% ταξινομούνται ως «αδιάφοροι και αποτραβηγμένοι» από τη ζωή.
Οι ανησυχίες των πολιτών φαίνεται να σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με την οικονομική στασιμότητα της Γερμανίας, αν και υπάρχουν επίσης στοιχεία για ένα ευρύτερο αίσθημα ανασφάλειας, που συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις αναστατώσεις που έχουν προκύψει στον κυβερνητικό συνασπισμό και την ταχεία αύξηση της παράτυπης μετανάστευσης.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, μια δημοσκόπηση της εταιρείας Forsa κατέδειξε ότι το 46% των Γερμανών πίστευαν ότι η ζωή τους θα ήταν χειρότερη σε δέκα χρόνια από σήμερα, και μόνο το 17% αισιοδοξούσε ότι θα είναι καλύτερη. Ολες οι πρόσφατες έρευνες συγκλίνουν στην κατακόρυφη πτώση της γερμανικής αισιοδοξίας.
Η ευρύτερη λίστα ικανοποίησης από τη ζωή στις χώρες της ΕΕ φέρνει για άλλη μια φορά στην κορυφή τους Αυστριακούς, οι οποίοι βαθμολογούν την ποιότητα ζωής τους με μέσο όρο 7,9. Κοντά τους οι Φινλανδοί με 7,8, οι Ρουμάνοι με 7,7, οι Ολλανδοί με 7,6 και οι Σουηδοί και οι Σλοβένοι με 7,5.
Εκτός ΕΕ, οι πιο αισιόδοξοι Ευρωπαίοι είναι οι Ελβετοί, με μέσο όρο ικανοποίησης 8.
Πηγή: Protagon.gr