ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ Σεπτεμβρίου του 2022, η Μάχσα Αμίνι, μια νεαρή φοιτήτρια κουρδικής καταγωγής, έφτασε στην Τεχεράνη για να γιορτάσει τα γενέθλιά της και να πάει για ψώνια – για να ξεσκάσει λίγο πριν από την έναρξη των μαθημάτων στο πανεπιστήμιο. «Η Μάχσα δεν είχε έρθει στην Τεχεράνη για να γίνει ηρωίδα», γράφει ο ιστορικός Αράς Αζίζι στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Τι θέλουν οι Ιρανοί», ή για να γίνει ένα hashtag που έχει αναρτηθεί εκατομμύρια φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Λίγο μετά όμως από την έξοδό της από το μετρό, η 21χρονη συνελήφθη από το τμήμα «ηθικής ασφάλειας» της ιρανικής αστυνομίας για μια υποτιθέμενη παράβαση των κανόνων σχετικά με τη γυναικεία ενδυμασία: η κάλυψη του κεφαλιού της είχε κριθεί ανεπαρκής. Μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν αστυνομικούς να τη χτυπούν και μέχρι την Παρασκευή η κοπέλα ήταν νεκρή.

Ακολούθησε κατακραυγή και μια σειρά από πρωτοφανείς εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. «Η δολοφονία της χτύπησε ένα πολύ ευαίσθητο νεύρο ακριβώς επειδή τόσες πολλές Ιρανές γυναίκες ήξεραν ότι θα μπορούσαν να είναι εκείνες στη θέση της», σημειώνει ο Αζίζι, προσθέτοντας όμως ότι «η Αμίνι δεν θα ήθελε τίποτα από όλα αυτά».

Αυτό που ήθελε, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες –και αυτό που θέλουν τόσες πολλές γυναίκες αλλά και άντρες στο Ιράν– ήταν μόνο να ζήσει. Είναι ένα συναίσθημα που υπογραμμίζεται από το ευρέως υιοθετημένο σύνθημα «Γυναίκες, Ζωή, Ελευθερία» και το βασικό του αίτημα για «μια φυσιολογική ζωή».

Πώς όμως μπορούν να επιτευχθούν οι «φυσιολογικές» ελευθερίες σε μια χώρα όπως το Ιράν; Το «Τι θέλουν οι Ιρανοί» είναι δομημένο μεθοδικά γύρω από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις πλήθους φορέων για ζητήματα όπως η εργασία και η απασχόληση, οι θρησκευτικές και πολιτικές ελευθερίες, το περιβάλλον, αναδεικνύοντας το εύρος και το βάθος του ακτιβισμού που συμβαίνει στο Ιράν.

Ίσως οι διαφορετικές πτυχές ενός κινήματος –όπως η συγκέντρωση υπογραφών, η λειτουργία ανεξάρτητων γυναικείων εκδοτικών οίκων, η οργάνωση περιφερειακών συνδικάτων– να μην αποτελούν πάντα ένα καθηλωτικό ανάγνωσμα. Επίσης, στο βιβλίο υπάρχει μόνο περιορισμένη αναφορά σε ευρύτερους παγκόσμιους παράγοντες, όπως το τι ακριβώς σήμαινε η σύσταση και η επακόλουθη διάλυση του πυρηνικού συμφώνου του 2015 για τις οικονομικές και πολιτικές προοπτικές της χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παρέχει ένα σαφές «παράθυρο στις προσδοκίες των Ιρανών που διακινδυνεύουν τα πάντα για την αλλαγή» και προσφέρει ένα μικρό ιστορικό πλαίσιο για το πώς τέθηκαν οι βάσεις για την εξέγερση. Ιδιαίτερα διδακτική είναι η εξέταση των απαρχών των διαδηλώσεων κατά της υποχρεωτικής μαντίλας, οι οποίες χρονολογούνται σχεδόν μισό αιώνα πριν.

Τις πρώτες ημέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί με ένα «δηλητηριώδες μειδίαμα» το 1979, μετά την πτώση της δικτατορίας του Σάχη, υπήρξε κάποια δυναμική ενάντια στην εντολή να καλύπτουν το κεφάλι τους οι γυναίκες. Αλλά πολλοί αντίπαλοι της Ισλαμικής Δημοκρατίας αποφάσισαν ότι η λήψη θέσης για «δευτερεύοντα ζητήματα» όπως η «γυναικεία ενδυμασία» θα ήταν αντιπερισπασμός από πιο σοβαρές ανησυχίες.

Η δημοσιογράφος και παρουσιάστρια Χόμα Νατέκ ήταν μεταξύ εκείνων που αποθάρρυναν τις πρώιμες διαμαρτυρίες κατά της υποχρεωτικής μαντίλας, κάτι για το οποίο αργότερα μετάνιωσε. «Αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν ότι κάποιος που σου λέει τι να φοράς θα σου πει σύντομα και τι να σκέφτεσαι», λέει σήμερα.

Θα μπορούσε συμπερασματικά να πει κανείς ότι το βιβλίο του Αζίζι αποτελεί ένα ντοκουμέντο αισιοδοξίας και μια προσεκτική εξέταση των στρωμάτων πάνω στα οποία οικοδομείται η πολιτική αλλαγή – όχι μόνο στους δρόμους, αλλά και στις ατομικές πράξεις ανυπακοής απέναντι σε ένα καθεστώς που εδώ και αρκετό καιρό υφίσταται «διπλή κρίση νομιμότητας και επάρκειας».

Καθώς ο Αζίζι τελείωνε το βιβλίο τον Ιούλιο του 2023, το μέλλον του κινήματος φαινόταν αβέβαιο. Στο πλαίσιο όμως ενός ευρύτερου αγώνα, που συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, κάθε πισωγύρισμα μοιάζει πάντα ανατρέψιμο.

Με στοιχεία από The Guardian